Αναρτήθηκε στις:24-06-20 15:25

Συνέντευξη του Μπουλέντ Σένοτζακ στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη


Ως Τούρκος διανοούμενος, είμαι πάντα υπέρ της ειρήνης. Πάντα τείνω χείρα φιλίας στους Έλληνες και θα συνεχίσω να το κάνω


Ο Μπουλέντ Σένοτζακ γεννήθηκε το 1954 στη Σμύρνη. Σπούδασε στο Τμήμα Οικονομικών της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης. Ανέπτυξε πλούσια επιχειρηματική δράση και ήταν μέλος διοικητικών συμβουλίων σε ομίλους και ιδρύματα. Για δύο χρόνια, ήταν εκδότης του περιοδικού Σμύρνη: Ιστορία και Κοινωνία. Έγραψε το φιλοσοφικό δοκίμιο Εξανθρωπισμένος θεός, το μυθιστόρημα Το όνειρο χάθηκε στον δρόμο και το βιβλίο Σμύρνη, το αστέρι του Λεβάντε: Λεβαντίνοι, Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι, το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Επίκεντρο και μας έδωσε την αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί.


Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Σμύρνη, το αστέρι του Λεβάντε;


Το 1996, σε ένα φόρουμ που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Οικονομικής Ανάπτυξης Αιγαίου (EGEV), συζητήθηκαν και έγιναν αποδεκτές οι προτεραιότητες που ήταν αναγκαίες για την πορεία της Σμύρνης μέχρι το 2020. Επιπλέον, υιοθετήθηκε ως μότο για αυτή την προσπάθεια το «Σμύρνη, το αστέρι της Μεσογείου». Αργότερα, μέσω έρευνας, ανακάλυψα προς έκπληξή μου ότι η Σμύρνη, η πόλη που είχε στόχο να γίνει το αστέρι της Μεσογείου, είχε στην πραγματικότητα ήδη έναν επιτυχημένο τρόπο ζωής πριν από το 1922 και καλούνταν επανειλημμένα «Το αστέρι του Λεβάντε». Αυτή η ανακάλυψη με οδήγησε σε περαιτέρω έρευνα των ετών πριν από το 1922. Σύντομα συνειδητοποίησα ότι δεν γνώριζα πολλά για την πόλη στην οποία γεννήθηκα και έζησα. Μεταξύ άλλων, μέσω της έρευνάς μου έμαθα ότι ο θείος της γιαγιάς μου υπηρέτησε ως Κυβερνήτης της Σμύρνης το 1918. Μέχρι το 2000, είχα συγκεντρώσει άφθονο υλικό για να γράψω ένα βιβλίο. Με την ενθάρρυνση της συζύγου και των συναδέλφων μου, αποφάσισα να μετατρέψω τις σημειώσεις μου σε βιβλίο, το οποίο ολοκλήρωσα σε δύο χρόνια. Η πρώτη έκδοση έγινε το 2003.

Έλληνες και Τούρκοι ζούσαν επί χρόνια αρμονικά στη Σμύρνη και στις γύρω περιοχές. Γιατί εξελίχθηκαν διαφορετικά τα πράγματα;


Αν δεν ήταν η ιμπεριαλιστική πρόκληση και οι άνεμοι του εθνικισμού στην Ευρώπη, ενδεχομένως θα ζούσαν ακόμα μαζί αρμονικά. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, η θρησκευτική ανοχή που πρόσφερε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μέλη διαφορετικών θρησκευτικών πιστεύω επέτρεψε όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και στους πιστούς όλων των άλλων δογμάτων να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα εν ειρήνη, να σέβονται ο ένας την πίστη του άλλου, να γιορτάζουν μαζί όλες τις θρησκευτικές γιορτές, απολαμβάνοντας με αυτόν τον τρόπο τις διαφορές στις αντίστοιχες πολιτισμικές τους πρακτικές. Οι άνεμοι του εθνικισμού που φύσηξαν στην Ελλάδα και στην Τουρκία μετέτρεψαν τους δύο φιλικούς λαούς σε αντίπαλους. Παρά το γεγονός αυτό, οι Τούρκοι και οι Έλληνες κατάφεραν να προστατεύσουν και να διατηρήσουν τους στενούς δεσμούς τους, τόσο που δεν δίστασαν να προστατεύσουν τους γείτονές τους από τις μεταξύ τους εχθρότητες. Τέτοια περιστατικά παρατίθενται στο υπέροχο βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου Ματωμένα χώματα.

Γράφετε ότι «Αν κάποιος ξέρει πολύ καλά το χθες, δηλαδή την ιστορία, μπορεί με τη βοήθεια του σήμερα να κατανοήσει κάποια πράγματα για το αύριο».


Δυστυχώς, δεν γνωρίζαμε πώς να εκτιμήσουμε την αξία των σημαντικών χαρακτηριστικών της Σμύρνης, τα οποία έκαναν την πόλη «Το αστέρι του Λεβάντε», που κάποτε θεωρούνταν σημαντικό λιμάνι της Μεσογείου. Μέλη της διεθνούς κοινότητας που κατοικούσαν στη Σμύρνη συνέβαλαν σημαντικά στη μοναδική οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη της πόλης. Για να ανακτήσει την παλιά της αίγλη, πρέπει το παρελθόν της να εκτιμηθεί και να μελετηθεί σοβαρά. Δυστυχώς, η Σμύρνη κατοικείται πια από ανθρώπους που δεν έχουν καμία απολύτως γνώση του ιστορικού της παρελθόντος.

Σε τρία χρόνια, κλείνουν εκατό χρόνια από τον πόλεμο του 1922. Ποια βήματα προόδου έχουν κάνει οι δυο λαοί μεταξύ τους;


Αυτή τη στιγμή, δεν νομίζω ότι υπάρχουν προβλήματα μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού λαού. Αν θεωρήσουμε ότι υπάρχουν κάποια, αυτά είναι μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, όχι μεταξύ των λαών. Το 2001, οι υπουργοί Εξωτερικών της Τουρκίας και της Ελλάδας, Ισμαήλ Τζεμ και Γιώργος Παπανδρέου, με τη στήριξη της πλειονότητας των Τούρκων και των Ελλήνων, ανέλαβαν μια ειρηνευτική πρωτοβουλία στη Σάμο και στο Κουσάντασι, μέσω της προσωπικής διπλωματίας. Παρά τα εμπόδια που εμφανίστηκαν αργότερα, χάρη στην ανοχή που επέδειξαν και οι δύο πλευρές, η διαδικασία είναι ακόμα ζωντανή και ανθεκτική. Από το 2016, το «Βραβείο Ειρήνης Τζεμ-Παπανδρέου» θεσπίστηκε για να προωθεί αυτή την πρωτοβουλία και να τιμά εκείνους που συμβάλλουν στην ειρηνευτική διαδικασία. Κατά τη γνώμη μου, οι διανοούμενοι, ενημερώνοντας και διαφωτίζοντας τους συμπατριώτες τους, μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά να βελτιωθούν τέτοιες σχέσεις. Πριν από είκοσι χρόνια, συνάντησα τον Νίκο Κλαδιά από τη Χίο. Με τα χρόνια η φιλία μας άνθισε, επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε και τους γύρω μας. Πολλοί Έλληνες και Τούρκοι έγιναν φίλοι με τη μεσολάβησή μας, καθώς οι σπόροι της φιλίας που σπείραμε πριν από είκοσι χρόνια ωρίμασαν. Τώρα πιστεύω ότι οι ίδιοι σπόροι που φυτέψαμε πρόσφατα με τον διακεκριμένο φίλο μου Αλέξανδρο Περτσινίδη από τη Θεσσαλονίκη επίσης θα ανθίσουν, ιδιαίτερα μετά την έκδοση του βιβλίου μου, το οποίο πιστεύω ότι θα χτίζει γέφυρες μεταξύ των φίλων μου στη Σμύρνη και στη Θεσσαλονίκη.

Οι νέοι σήμερα δεν γνωρίζουν και πολλά πράγματα για τη Σμύρνη. Μήπως η νέα πόλη που χτίστηκε δεν τους γοητεύει ως πόλη;


Αντιθέτως, η Σμύρνη είναι μια ιδανική πόλη για τους νέους. Αν την επισκεφτούν, θα εντυπωσιαστούν. Σήμερα η Σμύρνη προσφέρει όλα όσα προσφέρει και η Θεσσαλονίκη στους νέους. Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα βρίσκεται ακόμα στις παραπλανητικές αντιλήψεις που πρέπει να αλλάξουν.

Είναι εύκολο να μας περιγράψετε μια εικόνα από την καθημερινή ζωή της Σμύρνης του προηγούμενου αιώνα;


Οι Τούρκοι δεν ήταν βασικός παράγοντας στην καθημερινότητα της Σμύρνης τότε. Ζούσαν σαν μειονότητα σε μια πόλη όπου αποτελούσαν την πλειονότητα. Εκτός από κάποιες διακεκριμένες τουρκικές οικογένειες, δεν συμμετείχαν στον πλούσιο και εντυπωσιακό τρόπο ζωής στην προκυμαία. Το ίδιο ίσχυε και για τον εβραϊκό πληθυσμό. Από την άλλη μεριά, οι Ευρωπαίοι (Λεβαντίνοι), οι Έλληνες και οι Αρμένιοι ζούσαν στις πιο πλούσιες περιοχές αντιγράφοντας τον παρισινό τρόπο ζωής. Είχαν τις δικές τους εφημερίδες και τυπογραφεία, καθώς και τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τις εκκλησίες τους. Η βιομηχανία και το εμπόριο βρίσκονταν στα χέρια των Ευρωπαίων.

Γιατί η πόλη ήταν ξακουστή και την ονόμαζαν «Παρίσι της Ανατολής»;


Όσοι την επισκέπτονταν πρώτη φορά, όταν αντίκριζαν την πόλη από το κατάστρωμα του πλοίου στο λιμάνι, βλέποντας τις κομψές κυρίες και τους κυρίους ντυμένους με την τελευταία παρισινή μόδα, τα ιππήλατα τραμ, τις άμαξες, τα καφέ στην παραλία, αισθάνονταν ότι είχαν φτάσει σε μια ευρωπαϊκή πόλη όπως το Παρίσι ή η Μασσαλία. Κατά συνέπεια, η Σμύρνη άρχισε να αναφέρεται ως το «Παρίσι της Ανατολής». Ωστόσο, η πόλη δεν ήταν το «Παρίσι» για το μεγαλύτερο μέρος του τουρκικού πληθυσμού, που κατοικούσε στα περίχωρα του Όρους Πάγος.

Έλληνες, Λεβαντίνοι, Αρμένιοι και Εβραίοι. Πώς τα κατάφερναν και συνυπήρχαν;



Αποκλειστικά μέσω της απόλυτης ανοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1492, μεγάλες ομάδες Σεφαραδιτών Εβραίων μετανάστευσαν από την Ισπανία μετά τις πιέσεις του βασιλιά Φερδινάνδου και της βασίλισσας Ισαβέλλας να γίνουν χριστιανοί. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία καλωσόρισε τους μετανάστες και τους εγκατέστησε στη Σμύρνη. Από τον 17ο αιώνα και μετά, ο εβραϊκός πληθυσμός αυξήθηκε καθώς η Σμύρνη ανθούσε. Οι Εβραίοι ζούσαν ειρηνικά και είχαν αρμονικές σχέσεις με την οθωμανική διοίκηση. Μιλούσαν λαντίνο, πήγαιναν στις συναγωγές τους, τηρούσαν τις αγρυπνίες και τις γιορτές τους ανεμπόδιστοι. Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός απολάμβανε ειδικά προνόμια – ως υπήκοοι της Γαλλίας και της Βρετανίας. Οι συνθηκολογήσεις των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Βρετανίας, που απέσπασαν από τους Οθωμανούς άρχοντες, τους επέτρεπαν να διάγουν έναν ασφαλή βίο με τα δικά τους δικαστήρια και το δικό τους δικαστικό σύστημα. Καθώς εργάζονταν για να μετατρέψουν τη Σμύρνη σε μια ευρωπαϊκή πόλη, επίσης εκμεταλλεύονταν τους φυσικούς πόρους της περιοχής. Τελικά, έγιναν οι πραγματικοί άρχοντες της Σμύρνης. Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, ως Οθωμανοί υπήκοοι, επίσης ζούσαν ειρηνικά σε αρμονία με τους Οθωμανούς άρχοντες μέχρι το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον πόλεμο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκε στην πλευρά των ηττημένων, καθώς η σύμμαχός της, η Γερμανία, είχε χάσει τον πόλεμο. Αμέσως μετά, κάθε γωνιά της Τουρκίας καταλήφθηκε από τους νικητές. Δυστυχώς, τότε, Έλληνες και Αρμένιοι κινήθηκαν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αρμονική συνύπαρξη στη Σμύρνη είχε διαταραχθεί απολύτως.

Η κατάληψη της Σμύρνης από τους Έλληνες αποτέλεσε μέρος του σχεδίου των δυνάμεων της Αντάντ. Θέλετε να σχολιάσετε;


Έπειτα από χρόνια έρευνας σε αυτό το θέμα, η γνώμη μου είναι ότι αν οι δυνάμεις της Αντάντ δεν είχαν χιμήξει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τόσο ανελέητα και αν η πατρίδα μας δεν είχε καταληφθεί τόσο επιθετικά, ενδεχομένως οι Έλληνες δεν θα είχαν υποστεί τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το λάθος βρίσκεται στην Αντάντ και τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και επιπλέον, το λάθος βρίσκεται επίσης και στην τότε ελληνική ηγεσία, που έσυρε τον λαό της σε έναν ανεπιθύμητο πόλεμο, προκαλώντας τον αφανισμό χιλιάδων στρατιωτών που δεν επιθυμούσαν να πολεμήσουν τους Τούρκους και, επιπλέον, την τραγωδία αθώων Ελλήνων που διώχθηκαν από τα εδάφη στα οποία κατοικούσαν εκατοντάδες χρόνια. Θα ήθελα να επαναλάβω αυτό που είπα στην εισαγωγή του βιβλίου, που θα ήθελα να το απευθύνω άμεσα: «Χρίστο, Βασίλη, Μιχάλη, αν μας ζητήσετε να ξεχάσουμε όσα ζήσαμε, τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα και την καταστροφή της πόλης μας, δεν μπορούμε να το κάνουμε. Μπορούμε όμως, παρά τις δυστυχίες του παρελθόντος, να σας αγκαλιάσουμε με αγάπη, ανεκτικότητα και ειλικρίνεια προς όφελος της παγκόσμιας ειρήνης και αδελφοσύνης».

Το τέλος της κατάληψης ήταν οικτρό. Οι Έλληνες έμειναν χωρίς ελπίδα, εγκαταλειμμένοι στην προκυμαία της Σμύρνης. Γιατί οι άμαχοι πλήρωσαν τα δεινά του τραγικού πολέμου;


Τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Έλληνες υπέφεραν και πλήρωσαν ακριβά την κατοχή που ξεκίνησε στις 15 Μαΐου 1919 με την πρόκληση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, ο τουρκικός πληθυσμός που κατοικούσε σε πόλεις και χωριά της Μικράς Ασίας υπέστη απάνθρωπες θηριωδίες από τις δυνάμεις κατοχής. Τρία χρόνια αργότερα, οι Έλληνες υπέφεραν την ίδια τραγωδία με τους Τούρκους. Σύμφωνα με τις πηγές μου, τη νύχτα της 8ης Σεπτεμβρίου 1922, σύσσωμες οι ελληνικές δυνάμεις επιβιβάστηκαν στα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι, αφήνοντας πίσω μόνο λίγους πολίτες. Την 9η Σεπτεμβρίου, οι μόνοι Έλληνες που παρέμεναν στην πόλη ήταν οι απλοί πολίτες που είχαν οθωμανική υπηκοότητα και ο ελληνικός πληθυσμός που είχε μεταναστεύσει στη Σμύρνη από τα νησιά του Αιγαίου τα τελευταία τρία χρόνια. Κάποιοι βρήκαν καταφύγιο στους Τούρκους, τους Αρμένιους ή τους Ευρωπαίους γείτονές τους. Πολλοί συγκεντρώθηκαν στην προκυμαία σε αναζήτηση μέσου για εκκένωση. Ούτε τα ελληνικά πολεμικά πλοία ούτε αυτά της Αντάντ πρόσφεραν καταφύγιο στους πολίτες στέλνοντας σωστικές λέμβους. Η αναμονή των πλοίων διάσωσης που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα διήρκεσε μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου. Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς αναμονής, πολλοί Έλληνες υπέστησαν πράξεις βίας και σκληρότητας. «Όταν οι ελέφαντες πολεμούν, τα μυρμήγκια πεθαίνουν».

Διάβασα στο βιβλίο σας και για τη φωτιά που έκαψε τη Σμύρνη. Αναφέρετε πολλές εκδοχές, αλλά εμείς στην Ελλάδα δεν ξέραμε ότι οι άμαχοι, γυναίκες, παιδιά και γέροι έβαλαν οι ίδιοι φωτιά στη Σμύρνη. Μπορείτε να μας μιλήσετε για αυτή την άποψη;


Φανταστείτε μια πυραμίδα. Όταν την κοιτάξετε από κάτω, μοιάζει με τετράγωνο, όταν την κοιτάξετε από απέναντι, μοιάζει με τρίγωνο. Η πυραμίδα δεν είναι ούτε τετράγωνο ούτε τρίγωνο. Το τραγικό γεγονός δεν διαφέρει. Ποιος ξεκίνησε τη φωτιά; Και πάλι, καθώς δεν ήμουν αυτόπτης μάρτυρας και η μόνη πηγή πληροφόρησής μου είναι η έρευνα που έχω διεξαγάγει, μπορώ μόνο να ξεκινήσω την απάντηση σε αυτή την ερώτηση με το «Κατά τη γνώμη μου…». Πρώτον, δεν συμφωνώ με το επιχείρημα «ήταν οι Έλληνες». Η φωτιά ξεκίνησε στις 13 Σεπτεμβρίου. Δεν είχε μείνει ούτε ένας Έλληνας στρατιώτης στη Σμύρνη μέχρι τότε. Οι Έλληνες πολίτες είχαν ήδη εγκαταλείψει τα σπίτια τους και είχαν συγκεντρωθεί στο λιμάνι, σε εγρήγορση μπροστά στο νερό. Γιατί οι τουρκικές δυνάμεις και η πολιτοφυλακή να κάψουν την πόλη που είχαν έρθει να σώσουν και την οποία είχαν υποφέρει πολύ για να ξανακερδίσουν; Παραθέτω τρεις επίσημες αναφορές στο βιβλίο μου: Η πρώτη είναι η αναφορά του Παούλ Γκρέσκοβιτς, του Αυστριακού διευθυντή της πυροσβεστικής, η δεύτερη είναι η αναφορά που ετοίμασε ο Μαρκ Πρέντις, αντιπρόσωπος της αμερικανικής Επιτροπής Βοήθειας Μέσης Ανατολής, και η τρίτη του Γάλλου ναύαρχου Ντουμεσνίλ. Και οι τρεις αναφορές επισημαίνουν έναν μόνο ένοχο, τους Αρμένιους. Τη φωτιά την ξεκίνησαν οι Αρμένιοι. Στο βιβλίο μου δεν είχα σκοπό να κατηγορήσω τον αθώο αρμενικό λαό για αυτό το έγκλημα –γράφω ότι οι ένοχοι ήταν οι Αρμένιοι ληστές και επιδρομείς– και πιστεύω ότι τα επιχειρήματά μου ευσταθούν.

Μετάφραση της συνέντευξης από τα αγγλικά: Ελένη Κοτσυφού



diastixo.gr


img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ







img



img