Αναρτήθηκε στις:16-03-16 09:08

Σχολικά προγράμματα της Νέας Εποχής


Γράφει ο Ηλίας Αθ. Καραθάνος

Δυστυχώς πρόκειται όσο αφορά τον εθνομηδενισμό της Ελλάδας, για ένα ρεύμα σήμερα κυρίαρχο, ιδίως στους χώρους της διανόησης που κυρίως δηλητηριάζει τις αθώες ψυχές των παιδιών μας. Η αλληλοϋποστηριζόμενη κάστα των εθνομηδενιστών – αποδομητών έχει πιάσει όλα τα νευραλγικά πόστα στην πατρίδα μας και γενικά στον δυτικό κόσμο, όπως στα Πανεπιστήμια και στα Πνευματικά Ινστιτούτα Εκπαιδευτικής Πολιτικής, που κατά την Πολονύ χαρακτηρίζονται: «Γκουλάγκ της γνώσης», σταλινικά μέτρα, για τα οποία γράφει ο νομπελίστας Αλέξανδρος Σολτζενίτσυν.

Στοχεύουν να ξαναγράψουν την Ιστορία, κατά το συμφέρον στα αφεντικά τους, καθώς οι ντιρεκτίβες κι απ’ έξω κι από μέσα, πολλές φορές συναγωνίζονται στην επίδειξη ζήλου, ώστε να γίνουν αρεστοί στο σύστημα. Το κόμπλεξ των εθνομηδενιστών για την ιστορική αλήθεια έχει τόσο μίσος, ώστε φθάνει ο εγκέφαλος των νέων την τελευταία εικοσαετία με σχολικά προγράμματα στη Γαλλία να δηλώνει στο περιοδικό «Le Debat» το 2000, ότι «πρέπει να καταρρίψουμε το μύθο της ιστορικής συνέχισης» (Πολονύ).

Προσπαθούν συντονισμένα να σκοτώσουν την εθνική συλλογική ιστορική μνήμη των λαών, διαπράττοντας κατά κάποιο τρόπο τη γενοκτονία της μνήμης. Το μίσος τους για τις ιστορικές ρίζες, βρίσκει πρόσφορο έδαφος στον Μοντερνισμό ή Νεωτερικότητα, με την αποστροφή προς το παλιό και τρέφοντας αγάπη προς την «πρόοδο», καθώς ό,τι νεώτερο θεωρείται καλύτερο απ’ το προηγούμενο, γι’ αυτό η φράση τελευταίως των πολιτικών κομμάτων του συνταγματικού τόξου: «Να τελειώνουμε με το παλιό».

Στη μάχη διάπλασης του «νέου ανθρώπου», με απενεργοποιημένη τη σκέψη, πράγμα που κάνουν κι οι σέκτες που βομβαρδίζουν και τη λογική. Έτσι για παράδειγμα στην εκπαίδευση προωθούνται η «πλάγια σκέψη» ή «χαμηλών πιθανοτήτων» ή συναισθηματική νοημοσύνη ή «Νους της νύκτας» κλπ, όπως «Νέα Εποχή. Εξέλιξη ή Χειραγώγηση;» της Δάφνης Βαρβιτσιώτη.

Αυτές οι επιχειρήσεις «κατεδάφισης» της λογικής και της Ιστορίας συνδυάζονται με την άλλη εναντίον της γλώσσας που φέρει τη γλωσσική ανεπάρκεια στους μαθητές. Αυτά βέβαια είναι σωρός εγκλημάτων εκ προμελέτης και φυσικά δεν πρόκειται για ένα «ατύχημα». Ειδικά για το θλιβερό σημερινό επίπεδο της αργκό των νέων στην Ελλάδα και στην Δύση, επιπλέον των άλλων ευθύνονται και δύο συνειδητές επιλογές του σχολείου: 1)Η προτεραιότητα στα προφορικά κι όχι στα γραπτά και 2)Δεν γίνεται συστηματική διδασκαλία Συντακτικού και Γραμματικής.

Προκειμένου να απενεργοποιηθεί η προσωπική κρίση, που είναι δώρο του Θεού, χρησιμοποιείται κι ο διαλογισμός, μορφή του οποίου είναι κι η ινδουιστική γιόγκα, όμως για να απαλειφτούν οι αντιδράσεις, εισάγεται ύπουλα σαν τεχνικές χαλάρωσης, για την αποβολή του άγχους των μαθητών και για την αντιμετώπιση της παραβατικότητάς τους.

Δηλαδή, αφού πρώτα τα παιδιά τα είχαν ασύδοτα, αχαλίνωτα από κάθε ηθική δέσμευση, τα έκαναν θηρία, μηδενιστές κι επαναστάτες, μετά τάχα επιχειρούν να διορθώσουν το πρόβλημα. Αλλά τη συνταγή που προτείνουν για τη νόσο, μπορεί να τη θεραπεύσει, προξενώντας ηθική και πνευματική εκφύλιση που είναι ανίατη και καταλήγει στο τέλμα του βούρκο, γιατί καταργεί το νου, του έλλογου στοιχείου της ψυχής και της κριτικής ικανότητας.

Επικοινωνία με τους δαίμονες κι οδεύουν στην κατάργηση του νου.. Έτσι κατασκευάζονται άνθρωποι-ρομπότ με υποταγμένες συνειδήσεις, όπως συμβαίνει στις σέκτες, τις σύγχρονες αιρέσεις.

Με άλλα λόγια έτσι κάνουν τη «γενιά της αδιαφορίας», αφού πιάνουν το παιδί από την πιο τρυφερή ηλικία, από τον βρεφονηπιακό σταθμό, δημιουργώντας το αποκρυφιστικό σχολειό. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε υποψιασμένοι, οσάκις ο Big Brother της Νέας Τάξης προσπαθεί λυσσαλέα να μας αρπάξει τα παιδιά.

Κατά την Πολιτεία του Πλάτωνα, όλοι οι ολοκληρωτισμοί, είτε κόκκινοι, είτε μαύροι, ήθελαν το κράτος κι όχι οι γονείς, να έχουν τον βαρύνοντα λόγο στην αγωγή των παιδιών. Το ολοήμερο σχολείο, ίσως είναι πιο κοντά σ’ αυτήν την άποψη.

Ας συνυπολογιστούν με τα προαναφερθέντα, μια σειρά από νοσηρές τάσεις μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας, οι οποίες συσπειρώνουν και πυκνώνουν τις τάξεις της «γενιάς της αδιαφορίας», όπως 1. ο ευδαιμονισμός – ηδονισμός,2. λατρεία του εγώ, που εκφέρεται με το σλόγκαν: «Αγάπη προς τον εαυτό σου» ή την προτροπή: «Να αγαπιέστε» με την έννοια της αυτοπαθούς αγάπης κι όχι προς αλλήλους. Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα η απομάκρυνσή μας από την εποχή του μοντερνισμού ή μεταμοντερνισμού και βρισκόμαστε ήδη στην αντίστοιχη του ναρκισσισμού. 3. Η φυγοπονία βασιλεύει, καθώς ο πολιτισμός μας είναι της ελάχιστης δυνατής προσπάθειας για την επίτευξη του μέγιστου θετικού αποτελέσματος, με το να γίνονται όλα εύκολα, γρήγορα και χωρίς κόπο, κατά τη διαφήμιση: «Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε», πράγματα που είναι στον αντίποδα της Ορθοδοξίας μας που εκφράζεται: «Δώσε αίμα και πάρε πνεύμα» και «κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό» και «Τα αγαθά κόποις κτώνται». 4. Η σύσταση να βλέπουν το διαφορετικό χωρίς προκατάληψη και φόβο, έστω κι αν πρόκειται για τον διάβολο, καθώς λέγουν ότι ο εωσφόρος είναι «ο αδικημένος θεός». Παρόμοια: «Εξοικειωθείτε με την άλλη πλευρά» του Adam Maslow.

Άλλα μηνύματα της Νέας Εποχής που στοχεύει στην Παγκοσμιοποίηση και συντελούν στο να παραχθεί ως αποτέλεσμα η γενιά της αδιαφορίας που πνευματικά είναι κουτσουρεμένη, η οποία ολισθαίνει εύκολα στον μηδενισμό της καταστροφής, ως αποτέλεσμα του σφοδρού μίσους για όλους κι όλα: 5. To κυρίαρχο πνεύμα της κακώς εννοούμενης ανοχής, ως συνέπεια αποδοχής της διαφορετικότητας, πνεύμα που συνδέεται ως αιτία ή αποτέλεσμα, με μια ελαστική συνείδηση, του τύπου: «Έλα μωρέ, τι πειράζει;» ή «Εγώ θα βγάλω τα κάστανα από τη φωτιά». 6. Η πολιτικοποίηση-κομματικοποίηση των μαθητών, στην οποία ωθήθηκαν μετά την μεταπολίτευση του 1974. Όμως τελευταία το υγιές ενδιαφέρον για τα κοινά, έδωσε τη θέση του στον αμοραλισμό και τη διαφθορά κι απ’ εκεί στον μηδενισμό και την αναρχία, οπότε: «Ελλάδα, ψόφα, για να ζήσουμε εμείς». 7. Στην πορεία κατεδάφισης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τεράστιο ρόλο έπαιξε η Σχολή της Φρανκφούρτης, που πρεσβεύει τη «Νέα Αριστερά», με υποστηρικτές τους Έριχ Φρόμ, Μαρκούζε, Αντόρνο κλπ, όλοι εβραϊκής καταγωγής.

Τα αποτελέσματα αυτής της συνδυασμένης επιχείρησης κατεδάφισης ήδη φάνηκαν, όπως τα συνοψίζει σε επίπεδο σχολείου η Νατάσα Πολονύ, λέγοντας ότι «η αναγωγή της αποχαύνωσης σε παιδαγωγική μέθοδο» κι η κρίση μετάδοσης του σχολείου σημαίνει πως τελικά οι μαθητές δεν μαθαίνουν., οπότε τελειώνουν τις σπουδές τους χωρίς να έχουν βάσεις, καθώς «το σχολείο κατασκευάζει γενιές αναλφάβητων, που δεν έχουν καμία πιθανότητα πρόσβασης σε καλύτερες βιοτικές συνθήκες».

Επιπλέον παράγει «σκεπάρια και ξύλα απελέκητα, κοινώς αμόρφωτους και με τη σέσουλα υποταγμένα μυαλά». Κι εμείς τελικά διαπιστώνουμε την αποσύνδεση, διάσταση της σημερινής γενιάς από τις προηγούμενες ομοειδείς της. Αυτά μας εκθέτει η Πολονύ μπροστά από μια δεκαετία, που η αποσύνθεση ήταν στα σπάργανα, οπότε φανταζόμαστε το σημερινό μέγεθος.

Παρόλο που η νεολαία παρουσιάζει αυτές τις δυσλειτουργίες στη σχολική πρόοδο, εντούτοις διατηρείται ένας μύθος για ανοιχτόμυαλη και καλλιεργημένη γενιά! Σύμφωνα με σημαντικό άρθρο του γνωστού άξιου δασκάλου Δημητρίου Νατσιού, γίνεται σύνδεση αυτής της αποτυχίας του γαλλικού σχολείου κι όσων ασπάζονται το ίδιο εκπαιδευτικό σύστημα, με την παραγωγή τεράτων τρομοκρατίας και στον χώρο της Ευρώπης σήμερα.

Η θεραπεία αυτής της διεθνούς σύγχρονης κατάντιας απαιτεί να ξαναθυμηθούμε έννοιες, όπως υπομονή σεβασμός, καθήκον, όχι μόνον δικαιώματα. Η Παιδεία από τη φύση της προϋποθέτει την αυθεντία, την παράδοση και την ιεραρχία. Ο παιδαγωγός Σταύρος Ζουμπουλάκης περιγράφει το πραγματικό σχολείο, προλογίζοντας το βιβλίο της Πολονύ: «Τα χαμένα παιδιά μας».

Λέγει εύγλωττα, σύμφωνα με τη σοφή του ελληνοκεντρική έκφραση: «Ιδρυτική συνθήκη του σχολείου είναι ότι υπάρχει κάποιος που γνωρίζει (ο δάσκαλος) και κάποιος που δεν γνωρίζει (ο μαθητής) και ότι ο δεύτερος προσέρχεται στον πρώτο για να διδαχθεί και να μάθει. Η σχέση δασκάλου και μαθητή είναι εξ ορισμού άνιση και ασύμμετρη. Χωρίς αυτή τη συνθήκη, σχολείο δεν υπάρχει. Στο κέντρο του επομένως δεν βρίσκεται το παιδί, αλλά η διδασκαλία, η διά της διδασκαλίας μάθηση. Τι θα διδαχθεί ο μαθητής, που θα είναι το περιεχόμενο της διδασκαλίας, αυτό δεν το ορίζουν οι επιθυμίες και τα διαφέροντα του μαθητή, αλλά η παιδαγωγούσα Πολιτεία. Ο μαθητής λοιπόν πηγαίνει σχολείο, για να διδαχθεί αυτό που άλλοι έχουν ορίσει και αποφασίσει ότι πρέπει να έχει μάθει, πριν βγει στη ζωή».

Με άλλα λόγια, ο μαθητής αποσκοπεί να μάθει συγκεκριμένα μαθήματα, συμμορφούμενος με μια κατεύθυνση, ώστε να μαθαίνει τελικά να μαθαίνει. Η περιβόητη κριτική ικανότητα, η ανάπτυξη της οποίας έχει αναχθεί σε πρωταρχικό στόχο της εκπαίδευσης, προϋποθέτει μαθητεία, σπουδή και κοπιαστική μελέτη. Το σχολείο δεν είναι χώρος επικοινωνίας, ζωής, εξουδετέρωσης των κοινωνικών αδικιών και ταξικών ανισοτήτων, αλλά διδασκαλίας, μετάδοσης και μάθησης, που προϋποθέτει την παρουσία μέσα στην αίθουσα ενός δασκάλου που πιστεύει στην παιδευτική αξία του μαθήματός του, πασχίζοντας να το μεταδώσει στους μαθητές, μαζί με την αγάπη του γι’ αυτό.

Ο δάσκαλος, διαφορετικά καταντάει να είναι απλώς εμψυχωτής μιας ομάδας ανθρώπων, αλλά σε μια ισοτιμία γνωμών. Η μεταδοτικότητά του είναι μια τέχνη που το θεμέλιό της βρίσκεται στη βαθιά γνώση του αντικειμένου. Σήμερα λέγοντας ότι είναι επικοινωνιακός, εννοείται ότι έχει το χάρισμα επικοινωνίας. Η διαφορά ανάμεσα στη μετάδοση και την επικοινωνία είναι τεράστια και οι πολιτικές και πολιτιστικές συνέπειες, κολοσσιαίες

«Η αντίληψη ενός κόσμου μιας χρήσης, πρέπει να αποστεί από μας, αλλά να ξαναδημιουργήσουμε την αίσθηση ότι ανήκουμε σ’ έναν κόσμο, όπου μοιραζόμαστε τις ίδιες αξίες και την ίδια κληρονομιά. Σήμερα τον πληθυσμό ενώνει ανοχή ανάμικτη με αδιαφορία και στηριγμένη στο σύμβολο της πίστεως της εποχής μας»(Πολονύ).

Κατά την εύστοχη παρατήρηση του Δ. Νάτσιου, οι δάσκαλοι οφείλουν να δώσουν στα παιδιά Χριστό κι Ελλάδα, χρησιμοποιώντας ποικίλα διδακτικά βιβλία, που έχουν αποσυρθεί από τους Νεοταξίτες. Το βάρος της αγωγής να δοθεί στην Οικογένεια και στην Εκκλησία, παίρνοντας δηλαδή απόσταση από τη Δύση και πραγματοποιώντας τον εξελληνισμό της, όσο αφορά στην Ελλάδα. Να δουλέψει κυρίως το παράδειγμα. Περισσότερο να μιλούμε στον Θεό για τα παιδιά κι όχι σ’ αυτά για τον Θεό.

Ο Άγιος Παίσιος ο Αγιορείτης για την αντιμετώπιση της αδιαφορίας και του μηδενισμού, σημερινές πληγές της μαθητιώσας νεολαίας, γράφει με ακαταμάχητο όπλο την αγιοσύνη του, έγκαιρα, έγκυρα και ξεκάθαρα, με τον οποίο κι εμείς συμπλέουμε και δεν θα επιτρέψουμε στους Νεοταξίτες παιδαγωγούς να υλοποιήσουν τα όνειρά τους, με τα πενιχρά μέσα που διαθέτουμε και την τόλμη στην οποία μας αξιώνουν τα πτυχία μας: «Η αδιαφορία για τον Θεό φέρνει την αδιαφορία και για όλα τα άλλα. Φέρνει την αποσύνθεση. Η πίστη στον Θεό είναι μεγάλη υπόθεση. Λατρεύει ο άνθρωπος τον Θεό και ύστερα αγαπάει και τους γονείς του, το σπίτι του, τους συγγενείς του, την δουλειά του, το χωριό του, τον νομό του, το κράτος του, την πατρίδα του. Ένας που δεν αγαπάει τον Θεό, την οικογένειά του, δεν αγαπάει τίποτε. Και φυσικά δεν αγαπάει ούτε την πατρίδα του, γιατί κι η πατρίδα είναι μια μεγάλη οικογένεια. Θέλω να πω όλα από εκεί ξεκινάνε. Δεν πιστεύει ο άνθρωπος στον Θεό, και μετά ούτε γονείς, ούτε οικογένεια, ούτε χωριό, ούτε πατρίδα, υπολογίζει. Κι αυτά είναι που πάνε τώρα να διαλύσουν, γι’ αυτό δημιουργούν μια κατάσταση ρεμπελιό» (Λόγος Β΄).




img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ