Αναρτήθηκε στις:02-05-19 20:22

Η «Miss Julie» (Δεσποινίς Τζούλια) του… Μακρυγιάννη


Του Αντώνη Κολιάτσου*


Ήταν Τετάρτη Βράδυ, 17 Απριλίου 2019! Εκεί στην πνευματική στέγη του «Μακρυγιάννη», όπου τα ταλαντούχα παιδιά της Θεατρικής Σκηνής του συλλόγου μετουσίωναν το κλασικό έργο «Miss Julie» (Δεσποινίς Τζούλια) σε ξεχωριστή θεατρική παράσταση, που δεν είχε προηγούμενο στα ερασιτεχνικά καλλιτεχνικά δρώμενα της Άρτας.

Εκεί, λοιπόν, στην κατάμεστη αίθουσα του εμβληματικού Αρτινού Πολιτιστικού Συλλόγου το απαιτητικό θεατρόφιλο κοινό, είχε την ευκαιρία να απολαύσει το ψυχαναλυτικό αριστούργημα του μεγαλοφυούς και αντικομφορμιστή Σουηδού συγγραφέα Αύγουστου Στρίντμπεργκ… επί σκηνής.

Ένα έργο γύρω από την εξουσία, τον έρωτα και την αιώνια μάχη των δύο φύλων, το οποίο οι θεατές βαθύτατα εντυπωσιασμένοι και με ανάμεικτα συναισθήματα το είδαν να αναγεννιέται στην εξοχική Σουηδική έπαυλη μιας μεγαλοαστικής οικογένειας στα τέλη του 19 ου αιώνα, να εξελίσσεται στα υπόγεια δώματα του υπηρετικού προσωπικού ανάμεσα σε «κουζινικά», σε στρωσίδια, σε έργα τέχνης υπό τους ήχους μουσικής ρετρό της 10-ετίας 1950 και να παρουσιάζεται επί σκηνής από τρείς καταξιωμένους ερασιτέχνες ηθοποιούς: την Ζηνοβία Μήτση («Miss Joulie»), τον Κώστα Γρούμπα (υπηρέτης Ζαν) και την Ζωή Μπαρτζώκα (μαγείρισσα Κριστίν και σκηνοθέτης του έργου).

Μια πολύ-επίπεδη θεατρική παράσταση, που αποτυπώνει με εξαιρετικό τρόπο τις σχέσεις τριών προσώπων, τη σύγκρουση των φύλων, τις ταξικές αντιθέσεις αλλά και τις ανθρώπινες φιλοδοξίες.

Ο χωροχρόνος που τοποθετείται η υπόθεση του έργου, είναι το κτήμα του Σουηδού κόμη, η μέσο-καλοκαιρινή νύχτα της 23 Ιουνίου 1874, παραμονή μιας από τις μεγαλύτερες γιορτές της χώρας (του Αη Γιαννιού).

Η «Δεσποινίς Τζούλια» είναι η 25χρονη κόρη του κόμη, μια ατίθαση κακομαθημένη και αλαζονική γυναίκα, με ακραίες εμμονές και φοβερά ατομικιστικό χαρακτήρα. Ο αρραβώνας της έχει πρόσφατα διαλυθεί και αντί εκείνη τη βραδιά να πάει με τον πατέρα της επίσκεψη στους συγγενείς της, μένει σπίτι και περνάει τη νύχτα με τον Ζαν, έναν υπηρέτη, που έχει ερωτικό δεσμό με την Κριστίν, τη μαγείρισσα. Η εξέλιξη θα είναι απρόσμενα τραγική …. Τρεις άνθρωποι, ένας διονυσιακός χορός, μία υπόγεια κουζίνα, ένα ζευγάρι μπότες, ένα κρεμασμένο σακάκι, ένα προειδοποιητικό κουδουνάκι, ένα χαλί διαρκώς τσαλακωμένο, μερικά τσίγκινα κατσαρολικά, ένα πλαίσιο κρεμασμένο στο ταβάνι, ένας μπαλτάς πάνω στο «χασαπο-κούτσουρο», ήταν αρκετά για να ξεκινήσει εκείνη τη νύχτα η πιο ερωτική ιστορία μίσους και πάθους, γιορτής και μέθης, αισθησιασμού και ολοκληρωτικής απογύμνωσης της ψυχής και του σώματος...

Μια ιστορία που αποτυπώνει με περίτεχνο τρόπο τις σχέσεις των ανθρώπων γύρω από την εξουσία, τις ταξικές αντιθέσεις, την αιώνια διαμάχη του άντρα με τη γυναίκα, τις ανθρώπινες φιλοδοξίες, την υποταγή, την κυριαρχία, το μίσος, τον εξευτελισμό, την απόλυτη τρέλα… Το ανελέητο παιχνίδι εξουσίας και εναλλαγής ρόλων, μια ερωτική μονομαχία μέχρις εσχάτων, με κοινή αφετηρία αλλά διαφορετικούς στόχους ανάμεσα στην κόμισσα-κόρη και τον υπηρέτη της.

Στο ολονύκτιο παιχνίδι αποπλάνησης, εξευτελισμού και υποταγής μεταξύ της Τζούλιας και του υπηρέτη του Ζαν, είναι παρατηρητής η λιγομίλητη μαγείρισσα Κριστίν… Ο Ζαν, ένας σχετικά μορφωμένος 30χρονος υπηρέτης με μεγάλες φιλοδοξίες για κοινωνική άνοδο και καταξίωση, είναι λογοδοσμένος με την κατά 5 χρόνια μεγαλύτερή του, Κριστίν, η οποία, καθ’ όν χρόνο η «Δεσποινίς Τζούλια» και ο Ζαν κάθονται και συζητάνε στην κουζίνα, αυτή εξαντλημένη από τις δουλειές κοιμάται στην διπλανή καρέκλα.

Αλλά η γυναίκα Τζούλια στο παιχνίδι με τον Ζαν επιθυμεί να είναι η νικήτρια. Θέλει να τον υποτάξει στο ερωτικό της ένστικτο, αλλά υπό την προϋπόθεση να τον νιώθει δυνατότερο από εκείνη. Δυνατότερος ακόμη και από τον «πατέρα – αφέντη» που δεσπόζει στο ασυνείδητό της, ώστε, έτσι, να μπορέσει να εκτοπίσει το αρχετυπικό είδωλό του και να πάρει τη θέση του ο Ζαν. Όμως ο εραστής αυτής της νύχτας, ο Ζαν, εν τέλει αποδεικνύεται ανάξιος αυτού που επιζητεί η παρτενέρ του και ολόκληρο το σκηνικό της ανταρσίας καταρρέει, με την ηρωίδα να οδηγείται μοιραία, στην οιονεί τελετουργική αυτοκτονία – θυσία.

Σκηνές υπέροχες και μυστηριακές διαδέχονται η μία την άλλη με τρόπο μαγικό που εγγράφονται στη μνήμη του θεατή. Η σκηνή του χορού, η ρεαλιστική και ποιητική σκηνή της ερωτικής πράξης, η ανατριχιαστική σκηνή που ο Ζαν λιανίζει τον σπίνο -το μόνο ζωντανό πλάσμα που η Τζούλια θέλει να πάρει μαζί της… Μια γλαφυρή αναπαράσταση της τραγικής ιστορίας της Τζούλιας και του Ζαν που παίρνει στοιχεία από μύθους παλαιότερων συγγραφέων, αλλά και από τον Σαίξπηρ, ο οποίος σε πολλά έργα του μιλάει για αυτή την «αιώνια πάλη», τον αγώνα για επικράτηση, ανάμεσα στο «αρσενικό» και το «θηλυκό».

Ωστόσο ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του έργου, είναι η αναπτυσσόμενη συγκρουσιακή δυναμική στον λαβύρινθο των συναισθημάτων δύο ανθρώπων, που ο ένας θέλει να εξουσιάσει τον άλλο. Έτσι, ανάμεσα στους δύο εραστές η Τζούλια είναι ισχυρότερη λόγω κοινωνικής θέσης και μόρφωσης, ο Ζαν όμως είναι ισχυρότερος από εκείνη λόγω φύλου. Ταυτόχρονα η Κριστίν είναι ισχυρότερη από τον Ζαν ως μεγαλύτερή του και πιο ώριμη, που τον φροντίζει, αλλά και ο Ζαν είναι ισχυρότερος από την Κριστίν, ως ο “άντρας” της σχέσης τους.

Ακόμη η Τζούλια είναι ισχυρότερη από την Κριστίν λόγω κοινωνικής θέσης, αφού η Κριστίν είναι υπηρέτριά της, όμως η Κριστίν είναι ισχυρότερη από την Τζούλια, όχι μόνο ως μεγαλύτερη και πιο αξιοπρεπής, αλλά και γιατί εκείνη είναι λογοδοσμένη επίσημα με τον Ζαν. Φαύλος κύκλος βεβαίως αλλά και μια σαφής επιρροή των Ιψενικών ερωτικών τριγώνων.

Τέλος, τα σκήπτρα της εξουσίας σε όλο το έργο κρατάει ο Κόμης, ως εργοδότης και πατέρας, που ενώ άμεσα δεν εμφανίζεται πουθενά, υποδηλώνεται η εξουσία του σε όλους, μέσω των αντικειμένων του, που δεσπόζουν στον χώρο. Οι μπότες του, τα προσωπικά του είδη, το κρασί του, το κουδούνι του που ο ήχος του προκαλεί δέος, το χτύπημά του (του κουδουνιού) στο τέλος του έργου, που σηματοδοτεί την επιστροφή του Κόμη και τη λήξη του παιχνιδιού του Ζαν και της Τζούλιας, αφού ο πραγματικός εξουσιαστής όλων τους επέστρεψε και τα πράγματα επανήλθαν (βίαια ή μη) στην τάξη.

Όμως, στη σκηνή, η «Δεσποινίς Τζούλια» καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου δεν παύει να είναι ένα πλάσμα θεϊκό και συνάμα κολασμένο. Που της αρέσει να παίζει με τη φωτιά φλερτάροντας και προκαλώντας τον υπηρέτη Ζαν σε ένα παιχνίδι ρόλων και αποκαλύψεων. Που δεν διστάζει να απαρνηθεί τη θέση και τη φήμη της για τον έρωτα, να πέσει χαμηλά, να συρθεί, να ποδοπατηθεί. Να γίνει σκληρή, κυνική, διεκδικητική, αυταρχική, έντονη, τραγική, απεγνωσμένη, παθιασμένη, συντετριμμένη, παρακλητική. Όνειρό της είναι η πτώση, η συντριβή, η σύνθλιψη που θα την οδηγήσει στη λύτρωση από το βαρύ φορτίο του ένοχου παρελθόντος της. Ένα όνειρο αντίθετο απ' αυτό του αριβίστα υπηρέτη της, ο οποίος έχει φιλοδοξίες και αναζητά διακαώς το «ιδανικό πρώτο κλαδί» για να αναρριχηθεί, να αποδράσει, να καταξιωθεί κοινωνικά και οικονομικά, να γίνει κύριος του εαυτού του. Και η νύχτα προχωρά, οι διάλογοι πυκνώνουν, οι μάσκες πέφτουν, τα σώματα πάλλονται, τα όρια στενεύουν, οι λέξεις σκληρές και αληθινές, η λογική διαδέχεται την παραφροσύνη και τέλος αί
μα, αίμα παντού που θα φέρει τη λύτρωση και την κάθαρση.

Οι ηθοποιοί: Ζηνοβία Μήτση, Κώστας Γρούμπας και Ζωή Μπαρτζώκα, στο ρόλο τους, τους είδαμε να… πάσχουν, να… ζουν την κάθε στιγμή με ακρίβεια, εσωτερικότητα, μέτρο, ευστοχία και αποτελεσματικότητα. Ειδικότερα, το δίδυμο «Ζ. Μήτση – Κ. Γρούμπας» που ερμηνεύει το εμβληματικό ζευγάρι «Τζούλια - Ζαν» και η Ζωή Μπαρτζώκα την αινιγματική Κριστίν κατάφεραν να δημιουργήσουν τρία διαφορετικά θεατρικά σύμπαντα, με άλλα θέλω και με κανένα έντονο ενδιαφέρον που να τους ενώνει…

Η Ζηνοβία Μήτση ήταν ανυπέρβλητη στην ερμηνεία της Τζούλιας, όταν στην διάρκεια της νύχτας την έβλεπες να την καθηλώνει η εξουσία, να την υποτάσσει και να την «αποκοιμίζει» συνειδησιακά. Να χάνει την αρχική της μαχητικότητα, το στυλ και την αισιοδοξία της. Να αντιδρά όλο και λιγότερο στην πίεση που της ασκείται και να ανέχεται τον ενίοτε βίαιο Ζαν. Να χάνει την ευαισθησία και τη ζωντάνια της και αργά αλλά σταθερά να οδηγείται στην ταπείνωση. Ωστόσο όταν την έβλεπες στη σκηνή ως «Δεσποινίδα Τζούλια», δικαιολογημένα... σαγηνευόσουν από την ομορφιά και τη χάρη της,… γοητευόσουν απ' την συμπεριφορά της... και συγκλονιζόσουν βιώνοντας την τραγική κατάληξή της…

Ο Κώστας Γρούμπας, υποδυόμενος τον Ζαν έδειξε να αξιοποιεί όλες τις πλευρές του ρόλου του, με συνέπεια και εξαιρετική τεχνική. Αναμφίβολα ήταν μία από τις καλύτερες υποκριτικές του παρουσίες.

Η Ζωή Μπαρτζώκα στο ρόλο της Κριστίν, είχε έντονη παρουσία, με ωραία εμφάνιση, αξιοζήλευτη εκφραστικότητα και καθαρή άρθρωση. Αξιοπρεπής, άνετη, μετρημένη και πειστική, με ισορροπημένη και χωρίς προκλήσεις παρουσία στον σχετικά μικρό ρόλο της Κριστίν, μάλλον… ήταν αδικημένη που δεν είχε ενεργότερο ρόλο προκειμένου να ξεδιπλώσει περισσότερο το ξεχωριστό υποκριτικό ταλέντο της…

Ωστόσο η σκηνοθεσία της Ζωής Μπαρτζώκα ήταν εκπληκτικά ευρηματική, πολύ-επίπεδη και διεισδυτική. Τα συμβολικά αντικείμενα που χρησιμοποίησε ήταν απολύτως συμβατά με την πλοκή του έργου, με αποκορύφωμα την μπότα και την γόβα που αντανακλούσαν με εκπληκτική σαφήνεια τον ταραγμένο, και διχοτομημένο ψυχισμό της ηρωίδας Τζούλιας. Η σκηνοθέτης προσέγγισε το κορυφαίο ψυχαναλυτικό κομψοτέχνημα του Αύγουστου Στρίνμπεργκ με τρόπο μοντέρνο, και κατάφερε τα διαφορετικά είδη συγκρούσεων μεταξύ των πρωταγωνιστών να αποκτήσουν ρυθμό, παλμό, πάθος και ένταση… Η ίδια, ειδικότερα, πέτυχε να σηματοδοτήσει πολλαπλά την άνοδο του Ζαν και την πτώση της Τζούλια και να αποσπάσει μια ζωντανή ερμηνεία από την εξαιρετική Ζηνοβία Μήτση. Επικεντρώθηκε στους χαρακτήρες και στα κίνητρά τους και αποκάλυψε σταδιακά όλα όσα τους οδήγησαν στην παθιασμένη συγκρουσιακή και εντέλει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά τους. Αναμφίβολα έκανε μια παράσταση για τον άντρα και τη γυναίκα, για την ποίηση και την πραγματικότητα μέσα σ’ αυτά τα δύο σκηνικά όντα.

Επίσης τα σκηνικά, ήταν όμορφα, με σημαντικότερο στοιχείο τους, ότι το κάθε τι στη σκηνή ήταν χρήσιμο, ποιοτικό και όχι απλά διακοσμητικό. Φυσικά στην επιτυχία της παράστασης, εκτός των άλλων, συνετέλεσαν: το εξαιρετικό σκηνικό, η υπέροχη ενδυμασία, η χορογραφία που παραπέμπει σε κινήσεις πάλης, η μουσική, ο τέλειος φωτισμός κ.ά.

Η «Δεσποινίς Τζούλια» μπορεί να γράφτηκε το 1888 και να έχει ως σημείο αναφοράς των γεγονότων το μεσο-καλόκαιρο του 1874. Ωστόσο είναι ένα έργο διαχρονικό όσο ποτέ. Γιατί εκφράζει την λυπηρή διαιώνιση του κοινωνικού μίσους. Γιατί αναπαριστά το αέναο τοξικό κλίμα ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους. Γιατί περιγράφει πειστικά τις ανάγκες και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων που διαφέρουν. Γιατί αναδεικνύει την πάλη των δυο κοινωνικών τάξεων (πλουσίων - φτωχών), που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, επιζητούν το ίδιο πράγμα: την εξουσία. Γιατί μέσα στο κρεσέντο του εκρηκτικού ερωτικού πάθους Τζούλιας-Ζαν εκφράζει αυθεντικά την αέναη σύγκρουση των δύο φύλων, του «αρσενικού» και «θηλυκού».

Κλείνοντας την παρουσίαση της εκπληκτικής θεατρικής «Miss Julie», παραθέτουμε το πιο κάτω μνημειώδες κριτικό σχετικό σημείωμα από τον μεγάλο Ιρλανδό συγγραφέα «Oscar Wilde».

«Αγία Εταίρα, Σαλώμη. Παραμονή της εορτής του Ιωάννη του Βαπτιστή και ο κόσμος στους δρόμους ανταγωνίζεται ποιός θα ανάψει τη μεγαλύτερη φωτιά.

Η Τζούλια με τον Ζαν μέσα στο σπίτι ανάβουν τη δική τους «φωτιά» και έρχονται αντιμέτωποι με το ότι πρέπει να περάσουν από μέσα της. Τα όρια μεταξύ τους λιώνουν, εναλλάσσονται ανάμεσα στη ¨Κάθαρση” και την “‘Ύβρη” και φτάνουν, έστω και στιγμιαία, στην εξίσωση.

Παρακολουθώντας τους περιμένουμε πως η Τζούλια ως μία άλλη Σαλώμη θα ζητήσει την κεφαλή του Ζαν επί πίνακι, αντί αυτού παραδίδει το δικό της κεφάλι στα πόδια του δικού της Ιωάννη που τελικά λυτρώνει μέσα από την θυσία της για να λυτρωθεί και η ίδια. Ταπεινώνεται για να υψωθεί, αρνούμενη να υποταχθεί στις επιταγές μίας κοινωνίας όπου γνωρίζει πως δεν ανήκει. «Και είπε, όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί. Και αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί» (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο).

Η Κριστίν, το τρίτο πρόσωπο του έργου, αποτελεί τη σταθερά, εκπροσωπώντας απόλυτα την μικροαστική τάξη του τότε και του τώρα.

Τρεις άνθρωποι, πρωταγωνιστές της δικής τους «Τραγωδίας», ορίζουν τον τρόπο ζωής τους μέσα από αυστηρούς κανόνες και καθορισμένες συμπεριφορές πάντα σε συνάρτηση με την τάξη και το φύλο τους. Οι κοινωνικές συνθήκες και οι προκαταλήψεις, που ακόμα και σήμερα μας εγκλωβίζουν».

ΥΓ: Ο γράφων αναλογιζόμενος, μέρες μετά, ξανά και ξανά την πρεμιέρα της «Miss Julie», ήταν σαν να την έβλεπε μέσα από έναν καθρέφτη… Και δεν έπαψε, ούτε για μια στιγμή να συναρπάζεται: από την ερμηνεία των ταλαντούχων ηθοποιών, τη δύναμη των διαλόγων, τη σκηνική ενάργεια και από την διαχρονικότητα του θέματος Εύλογη, επομένως, η προτροπή… Να πάτε να τη δείτε στον «Μακρυγιάννη», όπου ξαναπαίζεται από 30 Απριλίου έως 5 Μαΐου.

*email:akoliatsos@gmail.com




img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ