Από την αγάπη μου για την ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού και ειδικότερα από το δέος που αισθανόμουν ανέκαθεν για το ηρωικό τέλος του αοίδιμου Μητροπολίτη Σμύρνης.
Ο Χρυσόστομος ανήκει σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι καλλιεργούσαν στα παιδιά τους την πίστη στον Θεό και την αγάπη για την Εκκλησία, στοιχεία που ήταν απαραίτητα και συνεκτικά για την επιβίωση του υπόδουλου Γένους. Συνεπώς, ο πόθος για την ιεροσύνη υπήρχε στις περισσότερες οικογένειες των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η μητέρα του, Καλλιόπη, ζούσε όταν ο Χρυσόστομος εξελέγη Μητροπολίτης Δράμας και ήταν παρούσα στην εις επίσκοπον χειροτονία του (23 Μαΐου 1902) στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη. Πέθανε το 1903. Ο πατέρας του, Νικόλαος, που είχε τη μεγαλύτερη επιθυμία να δει τον Χρυσόστομο επίσκοπο, είχε φύγει από τη ζωή το 1897, λίγους μήνες μετά την ανάδειξη του αγίου στο αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου.
Η άφιξη του Χρυσοστόμου στη Μακεδονία συνέπεσε με την έξαρση του εθνικισμού εκ μέρους της Βουλγαρίας στη Χερσόνησο του Αίμου. Η δράση του ιεράρχη την περίοδο 1902-1905 στην καρδιά του Μακεδονικού Αγώνα ήταν ανεκτή από τις τουρκικές αρχές, λόγω του βουλγαρικού κινδύνου που απειλούσε τη σταθερότητα στην περιοχή. Ωστόσο, από το 1906 και μετά η πολιτική του Οθωμανικού κράτους διαμορφώθηκε υπέρ της βουλγαρικής πλευράς, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις αποκτούσαν τον έλεγχο σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας, όπου οι Έλληνες είχαν την πληθυσμιακή και γλωσσική υπεροχή. Έτσι, τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Ευρωπαίοι παρατηρητές έβλεπαν τον Χρυσόστομο ως τον εκπρόσωπο και υπερασπιστή των ελληνικών συμφερόντων στην Ανατολική Μακεδονία. Για την αντιμετώπιση της πολύπλευρης και δυναμικής αυτής παρουσίας του Χρυσοστόμου, οι τουρκικές αρχές άρχισαν από το 1906 να παίρνουν μέτρα εναντίον του, προκειμένου να περιορίσουν τη δράση του στις περιοχές της αρχιερατικής του ευθύνης. Αποκορύφωμα της πολεμικής εναντίον του Χρυσοστόμου ήταν η πρώτη απομάκρυνσή του από τη Δράμα τον Αύγουστο του 1907 και η εκτόπισή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Τρίγλια της Προποντίδας.
Ο Χρυσόστομος δεν δρούσε ως πολιτικός ή εθνικός ταγός. Η αποστολή του ήταν η πρόοδος και σωτηρία των Χριστιανών της επαρχίας του. Συνεπώς, δεν υπολόγιζε το κόστος, όταν καλείτο να υπερασπιστεί τη ζωή και τα συμφέροντα του ορθόδοξου ποιμνίου του, ακόμα κι αν αυτό είχε ως συνέπεια την απομάκρυνση από την έδρα του ή ακόμα και την ίδια του τη ζωή. Αναμφίβολα, ο Χρυσόστομος αντλούσε δύναμη από την πίστη στον Θεό και από την αγάπη των ανθρώπων, τους οποίους υπηρετούσε με πλήρη ανιδιοτέλεια, αφοσίωση και αγάπη.
Από την πρώτη στιγμή, η σχέση του Χρυσοστόμου με τον Στεργιάδη ήταν πολύ κακή. Ο Μητροπολίτης συμμεριζόταν τη χαρά του σμυρναϊκού λαού για την απελευθέρωσή του από τον τουρκικό ζυγό και ταυτόχρονα υποστήριζε τις ενέργειες που έπρεπε να καταβάλει η ελληνική ηγεσία για την ένωση της Σμύρνης με την Ελλάδα. Από την άλλη, ο Ύπατος Αρμοστής προσπαθούσε με αυταρχικό και βίαιο τρόπο να επιβάλει μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ένα καθεστώς ισονομίας, ενώ δεν έκρυβε την αποστροφή του για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των Μικρασιατών υπέρ της Ελλάδας. Δεν είναι τυχαίο ότι λίγους μήνες μετά την άφιξή του στη Σμύρνη, ο Στεργιάδης είχε προκαλέσει την καθολική οργή και αντιπάθεια των Ελλήνων ομογενών.
Θεωρώ ότι ήταν το πιο ακατάλληλο πρόσωπο για τη θέση αυτή. Η πολιτεία του Στεργιάδη διασώζεται σε αναρίθμητα περιστατικά βίας, χειροδικίας, προσβολής και ταπείνωσης των Ελλήνων Μικρασιατών. Επιπλέον, αυτό που προκαλούσε στη διοίκηση του Στεργιάδη ήταν από τη μια η απροθυμία του να συνεργαστεί με τα ελληνικά κοινοτικά σώματα της Σμύρνης και από την άλλη το ενδιαφέρον του για τον προσεταιρισμό του τουρκικού στοιχείου, στο οποίο παρείχε αμέριστη στήριξη και προστασία, ακόμα και όταν Τούρκοι πολίτες είχαν διαπράξει εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Αναμφίβολα, πέτυχε να κινητοποιήσει πολλούς εκπροσώπους των Ξένων Δυνάμεων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον, ο οποίος με δική του πρωτοβουλία συνέβαλε στη διάσωση πολλών προσφύγων. Το βέβαιο είναι ότι δεν κατάφερε να κινητοποιήσει την ελληνική ηγεσία, η οποία μέχρι την πυρπόληση της Σμύρνης (31 Αυγούστου 1922) αρνείτο να συμπράξει στις αγωνιώδεις εκκλήσεις του Χρυσοστόμου για την προστασία και τη μεταφορά των Μικρασιατών στην Ελλάδα.
Ο Χρυσόστομος απέδιδε ένα μερίδιο ευθύνης στη διαφαινόμενη τότε Μικρασιατική Καταστροφή προσωπικά στον ίδιο τον Βενιζέλο, ο οποίος με δύο αποφάσεις του οδήγησε τον Ελληνισμό στη μικρασιατική περιπέτεια. Η πρώτη απόφαση ήταν η αποστολή του Στεργιάδη ως Ύπατου Αρμοστή στη Σμύρνη και η δεύτερη πιο ολέθρια απόφασή του ήταν η προκήρυξη εθνικών εκλογών το φθινόπωρο του 1920, εν μέσω πολέμου, γεγονός που άλλαξε τους διεθνείς πολιτικούς συσχετισμούς εις βάρος της Ελλάδας στον Πόλεμο της Μικράς Ασίας.
Η ζωή, μα πολύ περισσότερο το μαρτυρικό τέλος του Χρυσοστόμου, αποδεικνύουν ότι ο ιεράρχης της Ιωνίας δεν δίσταζε να μιλήσει με παρρησία και να υπερασπιστεί τους διωκόμενους Χριστιανούς της Μικράς Ασίας.
Ο Στεργιάδης, όχι μόνο εξασφάλισε για τον εαυτό του ασφαλή διαφυγή από την ανυπεράσπιστη Σμύρνη, αλλά με τηλεγραφήματά του προέτρεπε τους Έλληνες ομογενείς να παραμείνουν στους τόπους που διέμεναν, ακόμα και μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου. Η ιστορία τον κατέταξε στις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του σύγχρονου ελληνικού πολιτικού βίου. Αντίθετα, ο Χρυσόστομος έμεινε στην ιστορία ως ένα σπάνιο παράδειγμα αυτοθυσίας και εκπλήρωσης του καθήκοντος έναντι του καταδιωκόμενου ελληνικού μικρασιατικού λαού.
Το μαρτύριο του Χρυσόστομου συγκλόνισε όλο τον ελληνικό κόσμο. Κατά μία εκδοχή, η κινητοποίηση της τότε ελληνικής ηγεσίας να συνδράμει στη μεταφορά των Μικρασιατών προσφύγων στη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα, οι οποίοι δέχονταν ανηλεείς σφαγές και θηριωδίες στην άλλοτε περιφανέστατη Σμύρνη, οφείλεται στον διεθνή αντίκτυπο που είχε το μαρτυρικό τέλος του Χρυσοστόμου. Ο αντίκτυπος όμως της θυσίας του Μητροπολίτη Σμύρνης φτάνει μέχρι σήμερα. Σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα και η παγκόσμια κοινότητα βιώνουν σε καιρό ειρήνης μια πρωτοφανή κρίση σε κάθε πτυχή του δημόσιου και κοινωνικού βίου, η αυτοθυσία του Χρυσοστόμου μόνο ελπίδα και δύναμη θα μπορούσαν να εκπέμψουν για την υπέρβαση του κινδύνου απώλειας κάθε ικμάδας οραματισμού για προσωπική και συλλογική ανάταση.