Σε ένα περίεργο πολιτικό σκηνικό, περίπου παρόμοιο με εκείνο της ψήφισης της συμφωνίας των Πρεσπών, αναμένεται να διεξαχθεί και η μεθαυριανή ψηφοφορία του ν/σ για τον (πολιτικό) γάμο των ομόφυλων(ομοφυλόφιλων) ζευγαριών. Και μπορεί οι κομματικές ηγεσίες: ΝΔ, Σύριζα-ΠΣ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας να τάχθηκαν επίσημα υπέρ του «Ναι» και Ελληνική Λύση, Νίκη και Σπαρτιάτες, αντίθετα υπέρ του «Όχι», ωστόσο οι «γαλάζιοι» κοινοβουλευτικοί περισσότερο και οι Συριζαίοι και Πασόκοι λιγότερο δεν αναμένεται να ακολουθήσουν πιστά τις εντολές των κομματικών αρχηγών τους.
Πέρα και πάνω από αρχές, κοινωνικές ευαισθησίες, ιδεολογικές, ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, ένας από τους βασικούς λόγους της διαφοροποίησης των όποιων αντιφρονούντων είναι το πολιτικό κόστος και ειδικότερα η κομματική νομιμοφροσύνη που όπως και να το κάνουμε σχετίζονται με την επανεκλογή τους. Γιατί κακά τα ψέματα αλλά στην σημερινή πολιτική πραγματικότητα η επανεκλογή του(της) κάθε εκλεγμένου(ης) πολιτικού, ο μύχιος πόθος της επανεκλογής είναι που καθορίζει την πρωτύτερη πολιτική διαδρομή του(ης). Από το άλλο μέρος η κοινοβουλευτική δημοκρατία στη χώρα μας, αναντίλεκτα έχει εξελιχθεί σε «κομματική δημοκρατία». Και παρόλο που το άρθρο 60 του «Σ» καθιερώνει «το απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου(των βουλευτών) κατά συνείδηση» και που το άρθρο 51 ορίζει ότι οι βουλευτές «αντιπροσωπεύουν το Έθνος» και όχι περιοριστικά τους ψηφοφόρους τους, εν τούτοις το «Imperium» του εκάστοτε κομματικού αρχηγού, πολλές φορές οικοδομεί μια εσωκομματική πρακτική που, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, από ελάχιστα έως καθόλου ηχεί δημοκρατικά. Και εκεί που το κακό παραγίνεται, είναι όταν ο πολιτικός αρχηγός, ως υπεύθυνος κυβερνήτης –και όχι μόνο- προκειμένου να υποστηριχτεί πλειοψηφικά μια κυβερνητική απόφαση δεν διστάζει να την επιβάλει ακόμη και αν πλαγίως, παραβιάζει κατεστημένες συνταγματικές αρχές.
Τελευταία βλέπουμε για παράδειγμα τον αρχηγό του Σύριζα-ΠΣ κ. Στέφανο Κασελάκη να επιβάλει «κομματική πειθαρχία» και τον κ. πρωθυπουργό και πρόεδρο της ΝΔ, πρώτα να αποφασίζει «ψήφο κατά συνείδηση» και προ του κινδύνου καταψήφισης του επίμαχου ν/σ από περισσότερους βουλευτές του να ενθαρρύνει την «αποχή.»
Και αυτό, δυστυχώς, γίνεται με τη σιωπηρή αποδοχή της άποψης, ότι τα κόμματα μπορούν να επιβάλουν την «εσω-κομματική πειθαρχία» κατά την ψήφιση νόμων καταστρατηγώντας το άρθρο 60 παρ 1 του «Σ». Χώρια δε που, ενίοτε τα βλέπουμε(τα κόμματα) ακόμη και να… παραχωρούν στους βουλευτές το αυτονόητο δικαίωμα να ψηφίζουν «κατά συνείδηση», κάτι που είναι συνταγματική υποχρέωση για κάθε ψηφίζον μέλος του κοινοβουλίου.
Από το άλλο μέρος η εξάρτηση των κοινοβουλευτικών ομάδων από τις αποφάσεις των κομματικών ηγεσιών τους είναι τόσο στενή, ώστε ακόμη και η ενθάρρυνση του αρχηγού για αποχή σε ψηφοφορίες επί νομοσχεδίων να είναι πολιτική πράξη ρουτίνας. Όμως δεδομένου ότι ο βουλευτής είναι πρώτα πολίτης, και ως εκ τούτου η ψήφος του είναι κατ’ αρχήν υποχρεωτική(άρθρο 51, παρ 5 «Σ») και ότι η εν λόγω υποχρέωση αναφέρεται στις εθνικές είτε στις αυτό-διοικητικές εκλογές (σ.σ, εξαιρούνται: υπερήλικες, ανάπηροι, απουσία από τον τόπο διεξαγωγής της ψηφοφορία κ.ά), εν τούτοις πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αδικαιολόγητα απέχων από την ψηφοφορία βουλευτής, δεν εκπληρώνει την υποχρέωση που επιτάσσει το Σύνταγμα και ο κανονισμός της Βουλής. Ο οποίος κανονισμός, ειρήσθω εν παρόδω, σε κανένα σημείο του δεν προβλέπει δυνητική συμπεριφορά αποχής. Μάλιστα κατά το άρθρο 140 παρ. 6 του ιδίου, που ειδικώς ρυθμίζει την ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, στην προβλεπόμενη ονομαστική ψηφοφορία ο κάθε ψηφίζων βουλευτής που δεν θέλει να υπερψηφίσει κάποιον από τους υποψηφίους δηλώνει «παρών» και όχι «απέχω». Η πιο πάνω διάταξη, αν και ειδική, εφαρμοζόμενη μόνο στην εκλογή του ΠτΔ, εν τούτοις καταδεικνύει την σαφή διάκριση των εννοιών «παρών» και «απέχω». Υπό αυτή την έννοια είναι λογικό να συμπεράνει κανείς ότι αν και το άρθρο 51 παρ. 5 του «Σ» δεν αναφέρεται ρητά στην υποχρεωτική ψήφο των βουλευτών στις ψηφοφορίες επί νομοσχεδίων στη Βουλή, εν τούτοις, δυνάμει και των αμέσως πιο πάνω αναφερθέντων, δεν παύει να δημιουργεί στους κοινοβουλευτικούς ένα είδος ηθικής υποχρέωσης, ώστε να μην επιλέξουν αδικαιολόγητα την «αποχή» στην μεθαυριανή ψηφοφορία επί του ν/σ για τον γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών. Εξ’ άλλου με την «αποχή» ο βουλευτής, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον όρκο, που έδωσε καθώς, εκτός των άλλων, ορκίσθηκε: «…στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να είμαι πιστός στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα και να υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου» (αρθρ. 59 παραγρ.1 Συντ).
Ωστόσο εδώ αξίζει να σημειωθεί πως αν συναθροίσει κανείς τις αρνητικές ψήφους και τις προθέσεις αποχής, αυτές είναι πολύ πιθανό να φτάσουν το πολύ στο 1/3 των μελών του κοινοβουλίου, το οποίο διαμοιρασμένο στα 3 πρώτα σε δύναμη πολιτικά κόμματα ναι μεν θα δημιουργήσει ένα …ανακάτεμα στο εσωτερικό τους όμως από την άλλη δεν θα θέσει καν θέμα απόρριψης του νομοσχεδίου από την Βουλή, αφού μια που δεν εντάσσεται σε κάποια κατηγορία που να απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία για την υπερψήφισή του, απαιτούνται κατ’ ελάχιστο μόλις 75 ψήφοι.
Παρά ταύτα στο εύλογο ερώτημα: «Μα αν η υπερψήφιση του συζητούμενου ν/σ εκ προοιμίου θεωρείται δεδομένη, τότε προς τι όλος αυτός ο σαματάς και ειδικότερα η πρεμούρα κάποιων «γαλάζιων» αξιωματούχων που δείχνουν να κόπτονται για την υπερψήφισή του;». Η απάντηση είναι γιατί προεχόντως ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να περάσει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πλειοψηφία για να αποφύγει την προπαγάνδα της «δεδηλωμένης», που είναι βέβαιο ότι θα προβάλλει η αντιπολίτευση εάν αντίθετα το ν/σ υπερψηφίσουν λιγότεροι νεοδημοκράτες βουλευτές. Και αυτό γιατί, ελάχιστα είναι γνωστό ότι «η αρχή της δεδηλωμένης» σύμφωνα με την οποία η κάθε Κυβέρνηση οφείλει να λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, τόσο αμέσως μετά τις εκλογές όσο και όταν τεθεί το ζήτημα είτε από την ίδια είτε από την αντιπολίτευση. Και περισσότερο ότι, δεν υφίσταται άρση «της δεδηλωμένης» όταν η πλειοψηφία του κοινοβουλίου απορρίψει νόμο που η κυβέρνηση εισάγει προς ψήφιση. Στην Ελλάδα, ωστόσο, εύκολα η αντιπολίτευση κραδαίνει ως δήθεν απώλεια της «δεδηλωμένης» εάν κάποιο ν/σ, όπως καληώρα του γάμου των ομοφυλόφιλων ζευγαριών, απορριφθεί ή δεν υπερψηφιστεί από το σύνολο των κυβερνητικών βουλευτών και αυτό δικαιολογημένα ο κ. πρωθυπουργός θέλει να το αποφύγει.
Ίσως για αυτό το λόγο οι λογιών κυβερνητικοί ιθύνοντες φίλο-κυβερνητικά, ΜΜΕ και δημοσιογράφοι, επώνυμοι συνταγματολόγοι κ.ά, που βάλθηκαν να αβαντάρουν το εν λόγω ν/σ, έχουν υπερβάλλει εαυτούς όταν με σοφιστείες, διακρίσεις ή και έμμεσους εκβιασμούς προσπαθούν να «συνετίσουν» τους δεδηλωμένους αρνητές «γαλάζιους» βουλευτές ή τους βαθύτερα προβληματισμένους και να τους φέρουν στο δρόμο της κομματικής νομιμοφροσύνης και του κοινωνικού ορθολογισμού. Έτσι για παράδειγμα διαβάζουμε σε κάποια φιλοκυβερνητικά έντυπα υπό τύπον διαρροών του Μαξίμου, ότι δήθεν: «ο Μητσοτάκης τσεκάρει ποιοι βουλευτές πάνε κόντρα στο ν/σ και τους το φυλάει για τον επόμενο ανασχηματισμό… αν επιμείνουν στην καταψήφισή του…», ή «…το Μαξίμου θα καταγράψει τους υπουργούς -πλην του κ. Μ. Βορίδη- καθώς και τους υφυπουργούς που δεν θα ψηφίσουν «ναι» και στον επόμενο ανασχηματισμό να είναι έτοιμοι να αποχωρήσουν από τα υπουργεία τους…», ή «…προσέξτε γιατί ο Μητσοτάκης προτού περάσει το 18-μηνο από τις τελευταίες εθνικές εκλογές θα προκηρύξει νέες που θα γίνουν με λίστα και όσοι δεν ψηφίσουν το νόμο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών δεν θα είναι υποψήφιο της ΝΔ…».
Ενώ κάποιοι επώνυμοι συνταγματολόγοι στην προσπάθεια να προσδώσουν στο προς ψήφιση νομοσχέδιο συνταγματικό μανδύα καταφεύγουν στα απίστευτα επινοήματα του τύπου: «…ο εθνικός νομοθέτης πρέπει να βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με την κοινωνία και επομένως όταν διαπιστώνει την ύπαρξη κάποιων κοινωνικών φαινομένων που εξελίσσονται να έρχεται να τα ρυθμίζει νομοθετικά (σ.σ, αλήθεια εκτός του συνταγματικού πλαισίου;)…», ή «…το Σύνταγμα δεν πρέπει να είναι στατικό αλλά ανάλογα να προσαρμόζεται με το πώς εξελίσσεται η κοινωνία… επομένως οι διατάξεις του να ερμηνεύονται με ευρύτητα…». Πάντως εξ’ αιτίας του συζητούμενου ν/σ η κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό και ιδιαίτερα στο νεοδημοκρατικό είναι περίπλοκη. Και αν στις αιτίες που την δημιουργούν προστεθεί και η κάθετα αντίθετη θέση της εκκλησίας στον επίμαχο «γάμο», τότε η πίεση που έμμεσα ασκείται στους γαλάζιους εθνοπατέρες-ιδιαίτερα της περιφέρειας- που καλούνται να υπερασπιστούν τα της οικογένειας του Χριστού και της Ορθοδοξίας είναι πραγματικά αφόρητη. Και συνακόλουθα το δίλημμα που ανακύπτει μεταξύ κομματικής νομιμοφροσύνης και της εναρμόνισης με το κοινό αίσθημα των πολιτών (σ.σ, στην πραγματικότητα πάνω από το 70% των πολιτών είναι κατά του ν/σ), είναι μεγάλο. Υπό αυτή την έννοια τι θα κάνουν, για παράδειγμα, οι δύο Αρτινοί βουλευτές και περισσότερο ο κ. Γιώργος Στύλιος και λιγότερο η κ. Όλγα Γεροβασίλη; Θα ψηφίσουν «ναι», ή «όχι» ή θα απέχουν της ψηφοφορίας; Και μάλιστα όταν αύριο απέναντί τους θα βρουν ένα Αρτινό κοινό, που ανεξάρτητα κομματικών προτιμήσεων εν πολλοίς είναι συντριπτικά συντηρητικό και βαθιά θρησκευόμενο; Ένα κοινό με έντονα χαραγμένες στη συνείδησή του: αρχές και αξίες, ορθόδοξες πεποιθήσεις και νωπές ακόμη οικογενειακές παραδόσεις;
Και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό, που επεσήμανε γνωστός τοπικός παρατηρητής των πολιτικών και αυτό-διοικητικών μας πραγμάτων, ο οποίος, αναφερόμενος γενικότερα στα πιο πάνω διλήμματα των Ελλήνων βουλευτών εν όψει της ψήφισης του ν/σ, επικαλέστηκε με νόημα την ευρηματική γελοιογραφία του σπουδαίου πολιτικού γελοιογράφου ΚΥΡ, όπου ένας βουλευτής λέει σε συνάδελφό του: «δηλαδή όσο είμαστε βουλευτές θα λέμε ναι σε όλα» και ο άλλος του απαντά: «όχι! Όσο θα λέμε ναι σε όλα θα είμαστε βουλευτές.» Ίδωμεν…