Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου
Ένας ποιητής ζει και γράφει από και με τις οδύνες του. Δε φοβάται ούτε να τις αποκαλύψει αλλά και ούτε να συντριβεί μαζί τους. Κι αυτό φυσικά απαιτεί θάρρος, γιατί εύκολα ο ποιητής γίνεται βορά στο αγριεμένο ή έξαλλο πλήθος της άγνοιας και της βαρβαρότητας. Ο ποιητής πολεμά τη βαρβαρότητα: «Στη βαρβαρότητα πουθενά δεν υπάρχει αισθητική (Κίχλη στην αμφιλύκη - Λ. Μάλλιος σελ.50, 2022 εκδ. Εντύπωσις, Άρτα)».
Ο ποιητής είναι ελεύθερος και αυτή του την ελευθερία την «κραυγάζει» παντού με το δικό του ήπιο και βελούδινο τρόπο γιατί οι ποιητές πάνω απ’ όλα αγαπάνε τη σιωπή: «Προτιμώ τις σιωπηλές, τις στυφές, τις υποχθόνιες, τις ιδρωμένες, τις υπογάστριες λέξεις (ό.π σελ.38)». Και φυσικά είναι παιδιά του έρωτα αλλά ενός έρωτα που δεν έχει δεσμά αλλά είναι ελεύθερος γιατί αυτή η ελευθερία περνά κι εκεί. Δεν τον προσβάλλουν, τον τιμούν αλλιώς δεν θα ήταν ποιητές: «Οι έρωτες πρέπει να κτίζονται με ελευθερία. Λιθαράκι το λιθαράκι. Πέτρα την πέτρα. Σκλάβους δε θέλει ο έρωτας (ό.π σελ.36)».
Ο ποιητής ξέρει και τη φύση των ονείρων: «Πληρώνονται ακριβά τα όνειρα όταν τα βλέπεις στο προσκεφάλι της ανεμελιάς (ό.π σελ.10)» … όμως οι ήρωές του είναι οι ήρωες μιας σκληρής πραγματικότητας και δεν εγκαταλείπουν το όνειρο όπως εξ’ άλλου μας απέδειξε και ο ίδιος ο ποιητής με τη δική του στάση στη ζωή και τις δυσκολίες της. « Η μελαγχολία μου δεν έχει να κάνει με το καλοκαίρι που φεύγει, αλλά για το Φθινόπωρο που έρχεται (ό.π σελ.18)».
Οι θυσίες του ποιητή αφορούν τον τόπο του, που τον ακούει και τον γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε όπως και ξέρει να τιμά τις γυναίκες του άπειρου χώρου του, όπως ελάχιστοι, μιας και οι περισσότεροι τις προσπερνούν και τις μειώνουν μπροστά σ’ έναν άκρατο ναρκισσισμό που για τον ποιητή έχει φύγει στους γκρεμούς της πατρίδας του μαζί με τις γυναίκες του Σέλτσου: «Τούτες οι λέξεις είναι γένους θηλυκού. Όπως και η ιστορία και η πατρίδα και η ελευθερία και η δημοκρατία. Λέξεις που γεννούν όραμα κι ελπίδα (ό.π σελ. 15)».
Ο ποιητής περπατά με τα σύννεφα, γιατί εκεί είναι οι δρόμοι των ποιητών χαραγμένοι και φωτισμένοι: « Με τα σύννεφα πάμε. Εκεί που τα οδηγούν οι άνεμοι (ό.π σελ. 14)». Όσο για τις αναμνήσεις; «Άλλες συγχωρεμένες κι άλλες ευλογημένες (ό.π σελ. 8)».
Αυθεντική η φωνή του και σιωπηλή, να πολεμά με την πέτρα και τ’ αντίδωρο. Γιατί τα αντίδωρα των ποιητών είναι αυτά: «Τον άρτο της ψυχής μου κάνω κομμάτια και τον προσφέρω αντίδωρο στους ανέμους (ό.π σελ. 52)». Έτσι σκορπά η ψυχή τους, αυτό είναι το αποτύπωμά τους, γιατί το τραπέζι τους είναι στρωμένο με όνειρα και τα όνειρα τα βλέπουν στο ξύπνιο τους…