Κεντρικοί ήρωες του βιβλίου είναι οι τόποι, τα βουνά, τα Άγραφα, το κρώξιμο του γκιώνη το καταραμένο νυχτοπούλι, το κλάμα του τσακαλιού, η ερημιά, η παγωνιά, ο φόβος, ο έρωτας μαύρος, τα ματωμένα φεγγάρια, ο θάνατος και ο Εμφύλιος.
Ο αφηγητής είναι ένας δημοσιογράφος-ερευνητής που αποφασίζει να περιπλανηθεί στα Αγραφιώτικα βουνά. Τα βουνά, αυτοί οι τεράστιοι κι ακίνητοι όγκοι, ήταν τα μόνα σημεία που ανάδιναν μια αίσθηση σιγουριάς. Όλα σφύριζαν εκείνα τα ηχοχρώματα που κάνει ο αέρας σαν ραπίζει τις ξερολιθιές των μαντριών στα αλπικά υψίπεδα, ή όπως πάλι ξαναγυρνά, μπάσος και βαρύς, στα σκοτεινά φαράγγια για να καταλήξει στα κονάκια στο μεσοχώρι. Είναι πολύ δύσκολη η ζωή σ΄ αυτά τα βουνά, όπου οι άνθρωποι υπογράφουν πάντα τα λόγια τους με αίμα…
Αναγκασμένος ο αφηγητής να περιγράψει εκείνα τα βουνά και τις ιστορίες τους, κατέφευγε σε έννοιες που είχαν να κάνουν περισσότερο με τις αισθήσεις παρά τη λογική, δηλαδή το πνεύμα. Έτσι, στα γραπτά κυριαρχούσαν τα χρώματα, οι ήχοι, οι γεύσεις κι οι μυρωδιές.
«Θα πάω», είπε ο αφηγητής στην Ουρανία, «θα πάω και θα σου φέρω την απόκρισή του». Δεν πήγε τότε, η Ουρανία πέθανε χωρίς τα νέα από το βαπτισιμιό της που έδωσαν ψυχοπαίδι στον Αμερικάνο με τα λεφτά κι εκείνος «τον ξενίτεψε στα καταράχια των Αγράφων και μην τον είδατε μην τον απαντήσατε, κι η κούρβα η ζωή έσβησε απ΄ το μυαλό και τ΄όνομα του ακόμα. Όμως αν τον δω, αμέσως θα τον γνωρίσω…» -κι ας μην έβλεπε πια. «Θα πάω γιαγιά», την καθησύχαζα, «θα πάω και θα στον φέρω εδώ, μπροστά σου, ολοζώντανο». Δεν τον πίστεψε ποτέ, κι ας έλεγε το αντίθετο. Πέθανε με την ελπίδα ότι θα τον δει μια μέρα να΄ ρχεται, παραμιλώντας κι αναθεματίζοντας τα βουνά που της τον «άρπαξαν». Γριές …όλο απαιτήσεις, όλο χούγια και κατσ΄ εσύ και τρέξε…
Ο γκιώνης ,το καταραμένο χαροπούλι, απ΄ τα κλωνάρια του πλάτανου, καλούσε τα θύματά του με το συνηθισμένο πένθιμο κρώξιμο…
Δεν πήγε τότε, η Ουρανία χάθηκε μια χειμωνιάτικη νύχτα κι αυτός έχασε κάθε ελπίδα να βρει το ψυχοπαίδι του Αμερικάνου, χωρίς το μικρό όνομα, χωρίς επίθετο, με μόνο διακριτικό το «γιος του Αμερικάνου». Αλλά ποιος να θυμάται τον μικρό κι ακόμα περισσότερο τον Αμερικάνο, που τον βρήκαν καμένο απ΄ αστροπελέκι, πριν απ΄ τον πόλεμο.
Αυτό το βαπτιστήρι της ήταν ανάμεσα στ΄ άλλα το πιο αγαπημένο, το «στερνοπούλι» της, όπως το έλεγε. Όμως αυτό έγινε πριν από εβδομήντα περίπου χρόνια, κι η γιαγιά ζούσε ακόμα και περίμενε την επιστροφή, κι αυτός πρέπει να είχε μεγαλώσει πολύ, μπορεί και να μη ζούσε μέσα στις τόσες κακουχίες και το φονικό δύο πολέμων.
Πέρασαν τα χρόνια, η υπόσχεση σχεδόν ξεχάστηκε, κι όμως η ελπίδα της Ουρανίας έγινε πια δική του εμμονή. Η δική του επιθυμία είχε γίνει σταδιακά πάθος, ριζιμιό πάθος.
Έτσι έφυγε ο δημοσιογράφος για τα βουνά.
Σε εκείνα τα βουνά ο θάνατος ήταν πανταχού παρών, τότε στα «χρόνια του καθήκοντος» στα «χρόνια αταξίδευτα».
«Μου είπαν στ΄ Άγραφα ότι εδώ μπορώ να μάθω για Κείνον».
Κανείς δεν θυμόταν τον Αμερικάνο, το μαγαζί «Εδώδιμα -Αποικιακά» είχε κλείσει πριν από τον Εμφύλιο, κανείς δεν θυμόταν το ψυχοπαίδι του Αμερικάνου.
Συνάντησε όμως στα Άγραφα, την γιαγιά Θυμιούλα, που ακόμα περίμενεμετά από τόσα χρόνια τον Δυσσέα της, που χάθηκε στον Εμφύλιο…
Εξάλλου όλοι ζούμε περιμένοντας κάτι που δεν θα ΄ρθει ποτέ…
Του μίλησαν του δημοσιογράφου, για τον δάσκαλο, που αυτός θα μπορούσε να μιλήσει για Κείνον που αναζητούσε, αφού χρόνια τώρα γυρνάει τα χωριά και πέρ΄ απ΄ τ΄ Άγραφα, κι ανεβοκατεβαίνει τις ράχες ψάχνοντας για ό,τι αποκαΐδι διατηρήθηκε στη μνήμη των ντόπιων απ΄ τη φωτιά του πολέμου και του Εμφυλίου που τον διαδέχτηκε.
Δεν ακούγεται η μνήμη, μόνο ο θάνατος, αυτόν ακούς… Ποιος είναι ο ήχος του θανάτου; Τι ακούγεται και τι όχι;
Οι πυροβολισμοί έπεσαν στη Νιάλα και η παγωνιά που ήρθε τη νύχτα τους έσβησε το χρώμα της ζωής από τα μάγουλα. «Μόνο αυτοί οι ήχοι απόμειναν δηλαδή; Σ΄ ολόκληρη την κοιλάδα του Αγραφιώτη κανείς δεν άκουσε κάτι απ΄ τη ζωή; Το βουητό των νερών του ποταμού δεν έφερε μαζί του κάτι απ΄ τη χαρά της ζωής;» «Μην παγιδεύεσαι στις σκέψεις. Η ζωή δεν θορυβεί, διαβαίνει ή εκτείνεται, προχωρά, ξεχνάει, και κυρίως συγχωρεί».
Βάδιζε στα τυφλά, με μοναδικά σημάδια τις γκρεμισμένες μνήμες της Ουρανίας, κάποια άναρθρα λόγια, λόγια γεμάτο παράπονο, που ανάβλυζαν όπως η υγρασία στο ραϊδιό του βράχου, που καταλήγει σ΄ ένα ράμμα νεράκι, με μόνιμη επωδό τη λυγμική τους κατάληξη.
Έμαθε ότι σ΄ εκείνα τα βουνά, την Αντίσταση καθοδηγούσε το ψυχοπαίδι του Αμερικάνου, τον είχαν διαλέξει για καθοδηγητή της οργάνωσης, δούλευε στο μαγαζί «Εδώδιμα -Αποικιακά», εμπόριο, μεγάλη επιχείρηση. Ήξερε γράμματα, γνώριζε όλα τα χωριά κι είχε παντού έμπιστους ανθρώπους. Μικρός, αλλά είχε τρόπο να επιβάλλεται στους τσελιγκάδες και τις μεγάλες φαμίλιες.
Ταξίδευε μια στις χαράδρες των Αγράφων και μια στο σαλόνι ενός σπιτιού στην Αθήνα, με κείνον τον ορεσίβιο αριστοκράτη απέναντι, με το ρακί και τα χαρτιά ανάμεσά τους.
Ήταν εντελώς μετέωρος -αυτός και τ΄ αγραφιώτικα βουνά. Που έπρεπε να είναι και δεν ήταν; Πώς ρυθμίζονται οι ανθρώπινες τροχιές; Δεν είχε απαντήσεις.
Κρύωνε εσωτερικά κι άκουγε από τη μία στο μουρμουρητό της Θυμιούλας που καλούσε τη γιαγιά της και τη μάνα της για καφέ, απ΄ την άλλη της φωνή της Ουρανίας γεμάτη παράπονο, «μόλις των δω, θα τον γνωρίσω»-κι ας μην έβλεπε. «Κανένας δεν έφερε νέα απ΄ τον Δυσσέα, κανένας δεν λέει τίποτα πια για κείνον»…