Κοντός Αθ. Γρηγόρης - Εκδόσεις Κυριακίδη
Γράφει ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Τα μοιρολόγια χαρακτηρίζονται από ποιητικότητα, όπως, άλλωστε τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια. Η εκπληκτική τους ενίοτε ποιητική δύναμη απορρέει, πρώτον, από το γεγονός ότι κινούνται στην οριακή γραμμή ζωής και θανάτου. Είναι γνωστό ότι το γεγονός του θανάτου εμπνέει τους ανθρώπους, λόγω της συγκλονιστικής του φύσης να μιλήσουν ποιητικά. Ο θάνατος δεν αντιμετωπίζεται με τη λογική. Επομένως επιστρατεύεται η ποίηση, που λειτουργεί υπερβατικά, για να διαχειριστείς το θάνατο. Πώς να ορίσεις αλλιώς το μυστήριο του θανάτου, την αδυναμία σου να καταλάβεις και να αποδεχθείς ένα γεγονός που σε οδηγεί σε συντριβή και στον πόνο; Η αμεσότητα του ποιητικού λόγου, μπορεί να δώσει ποιητικά αποτελέσματα υψηλής αξίας. Οι λαϊκοί άνθρωποι περιγράφουν με ευστοχία όσα η καρδιά τους αισθάνεται. Πολλοί μελετητές θεωρούν τα μοιρολόγια ποιητικά ξεσπάσματα πόνου. Τα πρώτα μοιρολόγια τα βρίσκουμε στον Όμηρο, όπου αναφέρονται νεκρώσιμα τραγούδια της Ανδρομάχης, της Εκάβης, της Ελένης και του Αχιλλέα. Αυτά έχουν περιεχόμενο όμοιο σχεδόν με τα σημερινά ελληνικά μοιρολόγια. Το σύνηθες μέτρο των μοιρολογιών είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος. Αρκετά όμως έχουν δωδεκασύλλαβο στίχο ή με οχτασύλλαβο στίχο. Είναι ανώνυμα και περιγράφουν το γενικό αίσθημα του απλού λαού απέναντι στο θάνατο των προσφιλών προσώπων, που μόλις πριν λίγο βρίσκονταν στη ζωή και συνυπήρχαν με τους ζωντανούς. Χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: α) στα θρηνητικά, σπαραγμός για συγγενικό πρόσωπο και στα β) στα εσχατολογικά, λαϊκή αντίληψη για το θάνατο και τον κάτω κόσμο. Ο συγγραφέας κατέγραψε τα μοιρολόγια της Αιανής για να τα μελετήσουν οι νεότεροι. Γράφει ότι «…αυτά τα μνημεία λόγου και πράξης των προγονικών μας ανθρώπων μένουν εδώ, αξίες ακατάλυτες στον χρόνο, για να μας θυμίζουν κομμάτι της ταυτότητάς μας».
Θα παραπέμψω ένα από τα πιο εκφραστικά μοιρολόγια.
Εψές είδα στον ύπνο μου,/ στον ύπνο μου που κοιμούμαν,/
τον Αγγελό μου φίλευα/ και το Χριστό κερνούσα/ και την κυρά την Παναγιά/ πολύ την προσκυνούσα:/ «Κυρά μου, δωσ’ μου τα κλειδιά,/ Κλειδιά του παραδείσου/ ν’ ανοίξω τον παράδεισο,/ να μπω να σεργιανίσω, να δω τους πλούσιους πώς περνούν/ στις πίσσες, στις κατράνες, να δω και τη φτωχολογιά/ στον ήλιο, στον προσήλιο,/ να δω και τα μικρά παιδιά/ πως παίζουν και γελάνε».
Το βιβλίο είναι μια καταγραφή με σεβασμό στην παράδοση του λαού μας. Διαβάζοντας τα μοιρολόγια γνωρίζουμε τους πόνους αλλά και τους στεναγμούς των θνητών που κλαίνε για την αβεβαιότητα του αύριο που θα τελειώσει και κάποια στιγμή θα έρθει ο χάρος να τους πάρει, χωρίς να τους δώσει κάποιο σημάδι.Για αυτό οι Έλληνες αντιστέκονται με το να τραγουδούν τη ζωή και να ξορκίζουν το θάνατο.