Αναρτήθηκε στις:24-09-21 13:46

Σχολικό έτος… 1940-44: Πρωτάκι στο ξέσπασμα του Πολέμου!


Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*


Τα σχολεία άνοιξαν, οι μαθητές παρακολουθούν κανονικά τα μαθήματά τους, τα πρωτάκια έχουν το διπλό άγχος: αφενός του αποχωρισμού από την ασφάλεια της μητρικής αγκαλιάς, αφετέρου της αντιμετώπισης ενός εντελώς νέου περιβάλλοντος. Υπάρχει όμως ένα ερώτημα που πλανάται στο βάθος: Θα λειτουργούν κανονικά τα σχολεία όλη τη χρονιά ή θα κλείσουν και πάλι;

Ένας ανάλογος φόβος, πολύ πιο έντονος όμως, υπήρχε πριν από πολλά χρόνια. Και, δυστυχώς, επαληθεύτηκε: Τα σχολεία έκλεισαν το 1940, λίγο μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Και πέρασαν χρόνια μέχρι να ξανανοίξουν…

Πληροφορητής, ο πατέρας μου


Με αφορμή μια φωτογραφία του 1946, όπου εικονίζεται ο πατέρας μου μαζί με τους συμμαθητές και τον δάσκαλό τους, αποφάσισα να καταγράψω τα όσα βίωσε ένας μαθητής εκείνης της εποχής. Ο νεαρός μαθητής με το πηλήκιο, ο 87χρονος σήμερα πατέρας μου, Χαρίλαος, είναι ο αποκλειστικός συνομιλητής μου σ’ αυτό το ταξίδι στο παρελθόν.

Το σχολικό έτος 1940-41 ταραχώδες, όπως εξάλλου και τα επόμενα. Ως εκ τούτου, η αφήγηση δεν είναι γραμμική. Αυτονόητη και εδώ η αποστασιοποίηση, παρ’ ότι το κεντρικό πρόσωπο είναι ο γονιός μου.

«Γεννήθ’κα το 1934, αλλά δεν ξέρω πότε ακριβώς. Ένα πιστοποιητικό μ’ έχει ότι γεννήθηκα 11 Νοεμβρίου, αλλά η ταυτότητα γράφει 19 Απριλίου. Τότε πο’ ’βγαλα τ’ν ταυτότητα, ό,τι ήθελε έγραφε ο γραμματικός (γραμματέας κοινότητας), γιατί θα σ’ πω τι γίν’κε με τα χαρτιά.

Τότε με τ’ αντάρτικο, ο μακαρίτ’ς ο γραμματικός, ο Γιάννη Κασελούρης, πήρε τα χαρτιά όλα τ’ς Κοινότητας και τα φόρτωσε στα μ’λάρια όλα τα κιτάπια. Ήταν πολλά, γιατί ήμασταν 4 χωριά στ’ν Κοινότητα.

Τα φόρτωσε και τα πήγε μέσα στο λόγκο, μέσα στ’ς αριές, έφκιασε κρυφοκάλυβα. Έτ’χε να πάω εκεί όταν ήμαν παιδάκι το ’44-‘45. Είπε μπα (μήπως) και τα γλιτώσει. Κι όταν οι αντάρτες ηύραν τ’ν καλύβα αυτήνη, τα πέταξαν όλα τα χαρτιά κάτ’ στο πλάι, γιόμ’σαν οι πλαϊές χαρτιά. Όπου και να πάταγες, ήταν χαρτιά, δεν έμ’νε τίποτα. Τα γίδια πάταγαν ψ’λά στα χαρτιά και διάβαιναν για τ’ βοσκή! Αφού πήγα εγώ στ’ν κρυφοκάλυβα, τά ‘ειδα με τα μάτια μου. Κανιά πεντακοσαριά μέτρα κι ήταν όλο γιομάτο απ’ τ’ αρχεία τ’ς Κοινότητας.

Το ’47-48 π’ γίν’κε το κουτσοκράτος, μας έβαλε εμάς ο γραμματικός αυτός εμάς τα παιδιά τ’ δημοτικού να γράψουμε τα μητρώα. Και ρώταγε πότε γεννήθ’κε ο καθένας, για να γράψουμε εμείς. Εμάς μας πήρε 2-3 παιδιά γιατί έγραφαμαν καλά, έφκιαναμαν καλά γράμματα. Κι έτσι έφκιασε μητρώα και δημοτολόγια. Κι όπου έπιανε η πέννα κι ό,τι θ’μάνταν αυτός, αλλά κι ό,τι ρώταγε τ’ς χωριανούς. Δεν έμ’νε τίποτα από αρχείο. Ως έγγιστα (κατά προσέγγιση) έγραφαμαν. Όλοι παραγραμμένοι (με λανθασμένα στοιχεία γεννήσεως) ήταν. Άλλοι ήταν τυχεροί, γιατί τ’ς είχε γραμμένους τρία χρόνια μεγαλύτερους κι αυτοίνοι πήραν σύνταξη γληγορότερα. Άμα σ’ είχε μ’κρότερο, έπαιρνες αργότερα σύνταξη».

Το σχολείο έμεινε ημιτελές…


«Τα παιδιά τότε πάαιναν στο σχολειό στα 6,5-7, ανάλογα. Εγώ πήγα στ’ν πρώτη δημοτικού το 1940, το Σεπτέμβριο, 10 Σεπτεμβρίου. Για λίγες μέρες, μέχρι τ’ς 28 Οκτωμβρίου. Από τότε π’ πιάσ’κε (πιάστηκε: άρχισε) ο πόλεμος, έκλεισαν τα σχολεία, έφ’γαν οι δασκάλοι, δεν ήγλεπε ο ένας τον άλλον πού πάναιγε (πήγαινε).

Τότε π’ πήγα στ’ν πρώτη δημοτικού, ήταν γύρα τα 40 μαθητούδια. Όλες οι οικογένειες είχαν από 3-4 παιδιά. Σχολείο ήταν ένα σπίτι, νοικιασμένο. Στ’ μέση τ’ χωριού. Δεν είχε χτιστεί ακόμα το σχολείο, αυτό π’ πήγαταν εσείς.

Προτού τον πόλεμο, είχαν αρχινίσει να φκιάσουν σχολείο, αλλά έφκιασαν το κ’τί μαναχά (δηλ. τον σκελετό, τη φέρουσα κατασκευή). Ένας παπάς το ‘χτ’σε, ο μακαρίτης ο παπα-Λένης (επίθετο). Το ‘φκιασε ξεκοπή. Ήταν μάστορας αυτός καλός κι αποφάσισε να γένει παπάς για να ζήσει τ’ φαμ’λιά του. Σκέψου τι μπόρο (ικανότητες, δύναμη) είχε, να το χτίσει μαναχός του. Αλλά δεν πρόπησε (πρόλαβε) να το τελειώσει. Κι έμ’νε μ’σό κι ανέσωστο το σχολείο (ημιτελές).

Τον πλέρωσαν οι χωριανοί, με έρανο, να χτίσει το σχολείο. Δεν κρατιόνταν από θυρίδα οι παπάδες τότε (ενν. δεν πληρώνονταν απ’ το κράτος, δεν ήταν μισθωτοί). Τ’ς πλέρωνε ο κόσμος με τροφίματα, φασόλια, καλαμπόκι, ό,τι είχε ο καθένας. Κι για τον κόπο του πο’ ’χτ’σε το σχολείο, τον πλέρωσε πάλι το χωριό σε είδος (ενν. τρόφιμα) κι έγινε το σχολείο.

Οι άντρες κουβάλαγαν τα ξύλα στ’ν πλάτη για να τα φέρουν στον παπά, να γένει το χτίριο. Κ’βάλαγαν θηρία ματέρια (τεράστια ξύλινα μαδέρια)! Αλλά βόηθαγαν κι οι γ’ναίκες. Κουβάλαγαν πέτρες ζαλίγκα (φορτωμένες στην πλάτη). Οι άντρες έβγαζαν τ’ς πέτρες κι τ’ς ζαλιγκώνονταν οι γ’ναίκες, γιατί τότε δεν ήταν αμάξια. Ε, είχαμαν κι άλογα. Η κάθε φαμ’λιά είχε από 1-2 άλογα.

Το χτίριο απ’ το σχολείο έμ’νε μ’σό, γιατί πιάσ’κε ο πόλεμος κι κοντά Εμφύλιος. Ο κόσμος χάνονταν απ’ τον πόλεμο, το σχολείο θα τήραγαν; Έφτασε η δ’λειά το 1946 για ν’ ανοίξει αυτό το σχολειό, τότε π’ πήγαμαν πάλι κι εμείς».

Η σχολική αίθουσα


Το σχολείο στο οποίο πήγε στην πρώτη δημοτικού ο πατέρας μου ήταν ένα σπίτι νοικιασμένο, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα:

«Τότε π’ βάρεσε η καμπάνα το 1940 και κηρύχ’κε ο πόλεμος, σκόρπ’σαν όλοι! Σε μία ώρα από τότε πο’ ’μαθαμαν ότι γένεται πόλεμος, δεν ήγλεπες κανέναν μπροστά σου! Έπιασε καθένας τ’ ρεματιά του! Άλλος στ’ Τσιάκαλου, άλλος στα Μάρμαρα, άλλος στα Σφίχτια, άλλος στ’ Ρεπανίδα, άλλος στ’ Γκουρσεμένη (απομακρυσμένες τοποθεσίες, μέσα σε ρεματιές). Είχαν πράματα (γιδοπρόβατα) όλοι, γι’ αυτό έφ’γαν.

Λίγοι έκατσαν μέσα στο χωριό. Μαναχά η εκκλησία λειτούργαγε, κακήν κακώς. Γιατί θ’μάμαι το εξής, το ’42 ήταν: Ήταν ένας χωριανός και κάθονταν με τ’ φαμ’λιά κρυπωμένοι (κρυμμένοι) στ’ν ουρπακιά (ρουπακιά: ρεματιά), στ’ Κοτσιανά. Έτ’χε να περάσουν κάτι Γερμανοί, τ’ς ήφερνε η στράτα να περάσουν από ‘κεί. Κι ηύραν τ’ν οικογένεια μπροστά, έπεσαν ψ’λά τ’ς! Τ’ φαμ’λιά του δεν τ’ν πείραξαν. Πήραν αυτόν τον άνθρωπο, Νικόλαος Γιαννέλος λέονταν. Κι όπως πέραγαν σ’ ένα στεφάνι (απότομο γκρεμό), προς τ’ς Μελάτες, τον τ’φέκ’σαν κι έπεσε στο στεφάνι, Μαυροχώρι λέονταν εκεί (η τοποθεσία).

Όπως έπεσε αυτός ο κακότυκος στο στεφάνι, πάει μέσα στο ποτάμι. Κι όπως ήταν κατεβασμένο το ποτάμι, αυτός ο σκοτωμένος σταμάτ’σε σε μία ξυλοστοιβή, όπως αφήνει ξύλα το ποτάμι τότε π’ κατεβάζει. Τον ήφεραν στ’ν εκκλησία τ’ν παλιά κι τον θ’μάμαι, ήμαν λιανοπαίδι 8 χρονών, κι ήταν τα ρούχα του βρεμένα. Μάλλινα ρούχα, σακάκι και παντελόνι, τα θ’μάμαι σαν τώραγια…».

Οι χαμηλές πτήσεις προκαλούσαν πανικό!


Ενώ σήμερα τα παιδιά εντυπωσιάζονται από τα πολεμικά αεροπλάνα, τότε έτρεχαν να κρυφτούν!

«Τον Απρίλη τ’ ‘41 πέραγαν σμήνη τ’ αεροπλάνα, όπως είναι οι γκορίλες (μεγάλα πουλιά), μαυρολόισε ο ουρανός. Πέταγαν χαμ’λά, πολύ χαμ’λά, για να φτάσουν στ’ν Άρτα.

Εκεί που ‘ταν το πατρικό μ’, στο σπίτι τ’ πάππου σου, ήταν λόγκος κανονικός, είχε κλαριά. Εκεί μέσα κρύπωναμαν εμείς όταν ήγλεπαμαν τ’ αεροπλάνα στ’ς ράχες. Κρύπωναμαν και στ’ς τούφες (θάμνους), είχε σκίντες (σχίνους) μεγάλες.

Πέταγαν χαμ’λά, αλλά κι έβαζαν (βάζω: βουίζω) κι πολύ! Βαζούρα (βουητό) ν’ ακού’εις! Απέταγαν τα χαλίκια από καταή (ενν. από τον θόρυβο)! Σ’ έπιανε λαβούρα (πανικός) άμα άκ’γες τα αεροπλάνα! Δεν ήταν ένα-δύο, από 20, 30 κι απάνω. Δεν πάαιναν 2-3 μαζί, πάαιναν μπ’λούκι, για να κάνουν ζ’μιά μεγάλη.

Χαμπήλωναν πολύ, απέταγαν τ’ς βόμπες στ’ν Άρτα, και να πάν’ πάλι να φορτώσουν για να γυρίσουν ν’ απολύσουν κι άλλες. Σκοτώθ’κε πολύς κόσμος τότε στ’ν Άρτα, άμαχοι. Ισοπέδωσαν τ’ν Άρτα, δεν έμ’νε τίποτα ορθό. Γύρ’σαν τ’ν Άρτα τ’ ανάποτα! Άκ’γαμαν π’ βομπάρδιζαν.

Οι Αρτ’νοί παρασόλισαν (παρέλυσαν) απ’ το φόβο, έκοψαν (κατευθύνθηκαν) απάνω στα χωριά, με μια κουβέρτα στ’ν πλάτη. Αυτό μαναχά πρόπ’σαν (προπάω: προλαβαίνω) να πάρουν. Καμπόσοι είχαν κι χρυσαφικά κι τα ‘δωναν (έδωναν: έδιναν) για να πάρουν μια χούφτα αλεύρι ροκίσιο (καλαμποκίσιο), να ζήσουν. Να φκιάσουν ψωμί.

Απάνω απ’ το Πλατανόρεμα ήταν ροβέλα ο κόσμος (γραμμή, σειρά), όπως πααίνουν τα πρόβατα το ένα κοντά τ’ άλλο. Έκοψε κι η Πέτα (ενν. το Πέτα) απάνω στα χωριά μας. Οι Πετανίτες ήρθαν εκεί στ’ν ποταμιά. Ε, κάτι θα ηύρισκαν στα σπίτια μας να φάν’, κάνα φασούλι, λίγο γάλα…».

Και ο δάσκαλος στο μέτωπο…


Η κήρυξη του πολέμου σήμανε την επιστράτευση όλων των ανδρών, ασχέτως επαγγέλματος…

«Το δάσκαλο που ‘χαμαν εμείς το 1940 τον έλεγαν Χαβέλα Νικόλαο, απ’ τ’ς Σελλάδες Άρτης. Ήταν μεγάλος, γύρα στα 40, αλλά τον πήραν στρατιώτη, έφεδρο αξιωματικό, πήγε να πολεμήσει. Τότε πάαιναν όλοι να πολεμήσουν! Τι… Αστεία ήταν ο πόλεμος; Χάθ’καν τόσοι ανθρώποι…

Το ’40 στον πόλεμο πήγαν όλοι οι άντρες. Δεν έμ’νε άντρας πίσω, μέχρι 50 χρονών, και μεγαλύτεροι ακόμα, αυτοίνοι που ‘ταν αξιωματικοί, για να διοικήσουν. Να σ’ δώκω να καταλάβ’ς, ήταν ένας εδώ απ’ το χωριό μας, τον απέταξαν απ’ τ’ Χωροφυλακή γιατί δε φώναξε “Ζήτω” στ’ Θεσσαλονίκη, τότε π’ πήγε ο βασιλιάς, κι τον κατάλαβε ο… πίσως εκεί στ’ γραμμή και τον μαρτύρ’σε (δηλ. τον κατάδωσε κάποιος συνάδελφός του εκεί όπου ήταν παραταγμένοι) κι τον απόλυσαν. Αλλά τότε π’ κίνη’σε ο πόλεμος, τον κάλεσαν κι τον έκαναν αξιωματικό. Πολέμ’σε στον πόλεμο στ’ν Αλβανία και γύρ’σε πίσω, έζησε, έκανε οικογένεια και γέρασε κιόλα. Όλοι οι Ηπειρώτες στο μέτωπο τ’ς Αλβανία πήγαν, 8η μεραρχία.

Όσοι ήταν τυχεροί, γύρ’σαν ζωντανοί απ’ τον πόλεμο. Απ’ το χωριό χάθ’καν τρία παλικάρια στον πόλεμο του ’40: Λεωνίδας Σαλαμούρας του Κων/νου, Λεωνίδας Σαλαμούρας του Γεωργίου κι ο Χρήστος Κακοχρήστος.

Ο πατέρας μ’, ο Γιώργο Νάκος (Γεώργιος Μαλισιόβας του Ιωάννου, είχε γεννηθεί το 1897), δεν πήγε στον πόλεμο, γιατί πολέμ’σε στη Μικρασία, με τ’ν οπισθοχώρηση ήταν στ’ Σμύρνη. Κι ήταν κι άρρωστος, είχε αρρωστήσει στον πόλεμο του ‘22».

«Έτυχα σε καλούς δασκάλους»


Παρ’ ότι το ξύλο των μαθητών ήταν ο κανόνας εκείνα τα χρόνια, οι δάσκαλοι που έτυχε να έχει ο πατέρας μου αποτελούσαν λαμπρές εξαιρέσεις. Η τιμωρία με άσκηση σωματικής βίας, δυστυχώς αυτονόητη τότε, γινόταν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, και βέβαια με στόχο τον σωφρονισμό των παιδιών:

«Όλα τα παιδιά μέσα σ’ ένα δωμάτιο, αυτό που ‘χαμαν για σχολειό. Λιμασμένα παιδιά, νηστικά. Μας ήγλεπες και μας χλίβοσαν (θλιβόσουν).

Έτυχα σε καλούς δασκάλους, δε βάρ’γαν. Ε, το χάρακα και τ’ βίτσα τα ‘χαν, αλλά σπάνια βάρ’γαν. Άμα έκαναν κανιά ζ’μιά μεγάλη, τά ‘βαναν λίγο στο κουτσό, στέκονταν τιμωρία στο ένα το ποδάρι. Α! Θ’άμαι και μία φορά π’ χάλασαν τ’ φράχτη (η φράχτη!) από ένα μαντρί. Όταν αυτός που ‘χε το μαντρί παραπονέθ’κε στο δάσκαλο, τα βάρεσε τα παιδιά αυτά. Κι έβαλε και τ’ς γονέους τ’ς να φκιάσουν τ’ φράχτη.


Και μία άλλη φορά ο δάσκαλος έπιασε κάτι παιδιά να καπνίζουν μέσα σε μια καλύβα. Τι έκανε για τιμωρία; Πήρε το μολύβι και τα τρύπ’σε λίγο στ’ ρόγα απ’ το ένα το δάχ’λο (το κορυφαίο τμήμα της εσωτερικής πλευράς, στην πρώτη φάλαγγα), για να μην καπνίζουν, να βάλουν γνώση (να συμμορφωθούν). Αλλά εκείνοι π’ του ‘χαν να καπνίσουν, καπίνιζαν συνέχεια! Όχι λίγο τ’ ρόγα απ’ το δάχ’΄λο να μάτωνε, και το δάχ’λο όλο να το τ’ς το ‘κοβε, θα καπίνιζαν, δεν το ‘κοβαν το τσιγάρο! Πολλοί καπίν’ζαν από τότε που ‘ταν παιδιά στο δημοτικό μέχρι… πο’ ’πιασαν το προσήλιο (δηλ. πέθαναν, επειδή οι τάφοι έχουν κατεύθυνση προς την ανατολή).

Φασαρία ποιος να κάνει; Τήραγες το δάσκαλο στα μάτια! Ποιος να κόταγε να κάμει φασαρία! Άσε π’ δεν είχες όρεξη να κάν’ς τέτοιο πράμα. Ήταν άλλα παιδιά τότε, ήσυχα. Τώρα τα παιδιά είναι χορτάτα και κάνουν φασαρία. Είναι χορτασμένα απ’ όλα, γι’ αυτό δε μπορούν τα κρατήσουν οι δασκάλοι κι οι καθηγηταί».

Όργωνε από 12 χρονών!


Το γεγονός ότι λόγω του πολέμου σταμάτησε η λειτουργία των σχολείων, δεν σήμαινε ότι τα παιδιά θα κάθονταν με τα χέρια σταυρωμένα. Κάθε άλλο…

«Οι γονέοι μ’ είχαν δυο μπ’λούκια, πρόβατα και γίδια. Και δυο άλογα. Ένας πάαινε στα γίδια κι ένας στα πρόβατα. Και το βράδυ συμμαζώνομασταν όλοι στο κατοικιό μας κι έτρωγαμαν ό,τι υπήρχε, τ’ρογαλόπ’τα (φτωχικό έδεσμα, με τυρόγαλο και καλαμποκίσιο αλεύρι), τ’γαν’στό μ’ αρτ’μή (είδος ομελέτας με προσθήκη γαλακτοκομικού υποπροϊόντος), μπιρμπιλόνια (πρόχειρη σούπα με χειροποίητο ζυμαρικό). Να ‘ταν φαΐ στ’ν κατσαρόλα, να βάλ’ς στο πιάτο, δεν τήραγες τι είναι… Δεν είχε τότε ξωρέξια (ειδικά, νόστιμα φαγητά)! Δεν έφτανε και το ψωμί. Τ’ν κ’λούρα τ’ν τρύπωνε η μάνα μ’, γιατί θα τ’ν έτρωγαμαν όλη μια φορά και θά ’μνησκαμαν (μέναμε) νηστ’κοί. Με δελτίο και το ψωμί στο σπίτι!

Θ’μάμαι ήμαν λιανοπαίδι το ’43. Και πάαινα να βοσκήσω τ’ άλογα, γιατί δεν είχαμαν ταές (ζωοτροφές). Τα ‘χαμαν απολυτά στ’ λάκκα, αλλά πάαιναμαν κι εμείς για να τα φ’λάμε. Θ’μάμαι ήταν ένας αντάρτ’ς απ’ τ’ Θεσσαλία και είχε τέσσερα μ’λάρια, τα ‘φερνε κι αυτός για βοσκή εκεί π’ πάαινα εγώ. Πάαιναμαν μαζί και κάθομασταν εκεί και τήραγαμαν πώς βοσκάν’ τ’ άλογα. Ήταν καλός άνθρωπος, μολόγαγε και ιστορίες απ’ τον πόλεμο. Ήταν ημιονηγός, αντάρτ’ς, είχε τα μ’λάρια, αλλά είχε κι ένα τ’φέκι ο άνθρωπος.

Στα χωράφια δούλευα από παιδί, από 12 χρονών. Τότε με τον πόλεμο π’ δεν είχαμαν σχολείο, πάαινα με το ζευγάρι (ενν. τα άλογα), ζευγίτης μαζί με τον πατέρα μ’. Να οργώσουμε, να σβαρίσουμε, να θερίσουμε…

Δε θα το π’στέψεις, όργωνα από 12 χρονών, έκαμα χωράφι με τ’ μηχανή (σιδερένιο υνί). Έπρεπε να δ’λεύουν όλοι στα χωράφια, για να έχει έχος το σπίτι, να τρώει όλη η φαμ’λιά χρον’κής.

Χωράφι έκανα (όργωσα) κανονικά από παιδί, γιατί ήβλεπα τον πατέρα μ’. Τα μεγάλα τ’ αδέρφια μ’ ασχολούνταν με τα πράματα, κι ο Κώστας κι ο Πέτρος.

Δύσκολη αυτήνη η δ’λειά για ένα παιδί. Αλλά έμαθα και δεν απόσταινα (κουραζόμουν). Πάαιναν τ’ άλογα μπροστά κι εγώ από πίσω. Κι όταν τελείωναμαν τ’ όργωσμα, βάρ’γαμαν τ’ς μπλάνες (σβόλους χώματος) με τα τσαπιά, για να γένει ψ’λό το χώμα, να περάσουμε αποπάνω με τ’ σβάρα και κοντά στο τέλος, με τ’ αλέτρι, για να το σπείρουμε

Βόηθαγαμαν σ’ όλες τ’ς δ’λειές όταν ήμασταν παιδούρια, να κ’βαλήσουμε νερό απ’ τ’ βρύση ζαλίγκα με τη βαρέλα, 25 οκάδες η βαρέλα. Να τ’ φέρ’ς απ’ τ’ν Κρυόβρυση στο σπίτι. Να κόψεις ξύλα και να τα φορτώσεις στ’ άλογο, να τα φέρ’ς το βράδυ στο σπίτι. Δυο ώρες δρόμο με τ’ άλογα».

Δύο χρόνια στο Λιβίτσικο


Στη διάρκεια του πολέμου, φυσικά, δεν λειτουργούσαν τα σχολεία. Από το 1944 ο πατέρας μου, όπως και μερικά άλλα παιδιά, αναγκάστηκαν να πηγαίνουν σε ένα γειτονικό χωριό, το Λιβίτσικο (σημερινή ονομασία Ζυγός, περίπου 7 χιλιόμετρα από τη Μαρκινιάδα). Εκεί λειτουργούσε υποτυπωδώς το δημοτικό…

«Απ’ το ’40 π’ αρχίν’σε ο πόλεμος μέχρι το ’45 δεν είχαμαν σκολειό εδώ, ήταν κλειστά όλα. Το ’44-’45 κάποια παιδούρια που ‘χαν τρόπο κι έμνησκαν (έμεναν) εκεί, πήγαν στο Λιβίτσικο σε συγγενείς. Έτσι έκανα κι εγώ. Τότε με τ’ν αναμπουμπούλα εμείς κάθομασταν στο ποτάμι, όχι στο χωριό. Από ‘κεί κίναγα κάθε Δευτέρα για να πάω στο Λιβίτσικο. Ήταν δρόμος τότε εκεί, αλλά πάαιναμαν κι ολόρεμα. Όλο κοδέλες (στροφές) ο δρόμος. Ηύρισκα κι άλλους συνομόλικους απ’ το χωριό και πάαιναμαν παρεούλα.

Το Σάββατο βράδυ έρθομασταν στο χωριό και τ’ Δευτέρα πρωί, αχάραγα, πάλι πάαιναμαν πέρα, ποδαράτοι, με τ’ μπομπότα (ψωμί με καλαμποκίσιο και σταρένιο αλεύρι) στον τροβά. Κι ό,τι άλλο είχαμαν να πάρουμε για φαΐ. Αλλά έτρωγαμαν και στα σπίτια των συγγενών μας.

Δάσκαλος εκεί ήταν ο Αλέξανδρος Παχούλας, απ’ το Λιβίτσικο κι αυτός. Πολύ καλός ήταν αυτός, γιατί έμαθαν γράμματα τα παιδιά. Γι’ αυτό βήκαν τόσοι γραμματ’ζούμενοι απ’ το Ζυγό. Ήταν πολλοί μαθηταί μες στο σκολειό. Έρθονταν και βλαχόπουλα (παιδιά μετακινούμενων κτηνοτρόφων) απ’ τ’ν Καταβόθρα, τ’ Αστροχώρι π’ το λέν’ τώρα.

Έκατσα δυο χρόνια στο Λιβίτσικο, πάαινα κι έρθομαν, χειμώνα-καλοκαίρι. Έκαναμαν και τ΄ απόγεμα μάθημα.

Πήγαμαν και με βροχή και με κρύα και με χιόνια, ό,τι καιρός έκανε! Αφού έπρεπε να πάμε στο σχολείο.

Ομπρέλα πού να τ’ βρεις; Σαν κι (μήπως) ήταν ομπρέλες τότε; Κανιά σάκαινα (σακί) στο κεφάλι για τ’ ανεμόβρεχο, τ’ν είχαμαν για κατσιούλα (κουκούλα). Ή αν είχαμαν κάνα παλιορούτι (παλιόρουχο), κάνα παλιοσακάκι, και το ‘βαναμαν στο κεφάλι, να μη μας βαρεί η σταλαματιά (η βροχή).

Και κάτι παλιοπάπ’τσα φόραγαμαν, τρύπια ήταν κι τ’ς έβανε ο πατέρας μ’ σύρματα για να βασταχτούν. Ε, λίγο να μπαίνει το ποδάρι μέσα, τ’ άλλο ήταν γύρα-γύρα σύρματα τυλιμένο… σα να ‘ταν τηλέφωνο! Κόλλαγε (έραβε) μπαλώματα και σύρματα ο μακαρίτ’ς ο πατέρας, αλλά και πάλι δε βαστιόνταν (διατηρούνταν) τα παπούτσια.

Είπαμαν… Έπρεπε να πας στο σχολείο. Δεν τήραγαν τότε τα παιδιά τι παπούτσια θα φορέσουν και τι καιρό θα κάνει. Όλα τα παιδιά έτσι ήταν, δε γέλαγε (ειρωνευόταν) ο ένας τον άλλον. Λες κι είχε κανένας καλύτερα ρούχα και παπούτσια; Ό,τι μας έδωνε η Ούντρα, και πάλι καλά ήταν…

Έφευγα απ’ το Ζυγό Σάββατο απόγεμα και ματαπάαινα τ’ Δευτέρα πρωί. Έμνησκα σε κάτι συγγενείς. Είχαν πράματα αυτοίνοι, κανιά κατοστή γίδια, έτρωγαμαν γάλα, δγιαούρτη, ξ’νόγαλο, είχαν και βούτυρο για να τ’γανίζουν τ’ αυγά. Καλά έτρωγαμαν.

Δυο δωμάτια είχαν, όλοι μαζί κοιμάμασταν, 8 νοματαίοι, κούτσικοι και τρανοί. Δεν ήταν πατωμένο το σπίτι (δεν είχε πάτωμα), χώμα καταή, αλλά είχαν χοντρά τσιόλια (ρούχα). Είχαν και κάτι αμπάρια ξύλινα (για αποθήκευση δημητριακών), κοιμάνταν κι εκεί ψ’λά, τα ‘χαν για κρεβάτια.

Αλλά δεν παραπονιόνταν κανένας. Φαΐ κι ύπνο! Και ζέστα καλή είχε! Το τζιάκι έκαιε όλη νύχτα, κούτσουρα, τσιούμες (ξυλώδεις ρίζες δέντρων). Όλοι πυροκοπά (δίπλα στη φωτιά). Και το πρωί ο καθένας στ’ δ’λειά του, οι μεγάλοι στα χωράφια, στο μύλο, στα γίδια. Κι εμείς τα παιδιά στο σχολείο. Εγώ σ’ αυτό το σπίτι δεν είχα κανένα συνομόλικο. Μαναχός μ’ διάβαζα, κάθομαμαν με τ’ν προσβάβω (προγιαγιά) μ’ τ’ Σακκού, έζηγε ακόμα. Τ’ μέρα ό,τι έκανες. Διάβαζες, έγραφες… Ούτε λεχτρικό είχαμαν, αλλά το βράδυ γένονταν σιαλακατάς (μεγάλη φασαρία). Πού να διαβάσεις… Διάβασμα θα τήραγες; Τήραγες να φας λίγο και να πέσεις απ’κάτου απ’ τα τσιόλια (κλινοσκεπάσματα), στ’ βελέντζα, για να φέξει, να δεις τ’ μέρα.

Οχτώ η ώρα βάρ’γε η καμπάνα. Δώδεκα, δωδεκάμιση σχόλαγαμαν για κανιά ώρα. Έκαναμαν μεσημέρι (μεσημεριανό διάλειμμα), πάαιναμαν στο σπίτι και έτρωγαμαν ό,τι ηύρισκαμαν… Ξερό ψωμί! Το καλύτερο. Και τ’ς 2 η ώρα ματαβάρ’γε η καμπάνα και πάαιναμαν πάλι στο σχολείο, μέχρι τ’ απόγεμα, στ’ς 4-5 η ώρα, γιατί το χειμώνα θαμπώνει (νυχτώνει) γλήγορα. Ε, τ’ν άνοιξη έκαναμαν μέχρι τ’ς 5 η ώρα.

Τ’ν πρώτη χρονιά, το ’44, σχολείο πάαιναμαν στο σπίτι τ’ Φώτη Αντρέου. Σ’ αυτό το σπίτι δεν είχαμαν θρανία. Έβαναμαν λιθάρια (ως βάση), να σηκώνονται λίγο απ’ το πάτωμα, κι απάνω μία σανίδα και παραδώθε άλλα λιθάρια κι άλλη σανίδα, για να κάθομαστε πολλά παιδιά. Κακήν κακώς τα βιβλία. Μη ρωτάς καθόλου, Τσίλια (χαϊδ. Βασίλη) μου…

Το ’45 σχολείο έκαναμαν στ’ν εκκλησιά, στον Αϊ-Γιώρη. Μες στην εκκλησιά είχαμαν τα θρανία και τον πίνακα. Τ’ αναμέραγαμαν (παραμερίζαμε) λίγο το Σαββάτο, για να λειτουργήσει ο παπάς τ’ν Κυριακή.

Ο δάσκαλος πάαινε όλη μέρα πέρα-δώθε. Δεν είχε σταμό. Μία καρέκλα είχε μαναχά, τίποτε άλλο. Χάρτες μες στην εκκλησία δεν είχαμαν. Ό,τι μας παρέδωνε (δίδασκε) ο άνθρωπος, όλα τα μαθήματα: αριθμητική, γραμματική, γεωγραφία, θρησκευτικά. Έκαναμαν και καλλιγραφία, ποιος θα να ‘κανε τα καλύτερα γράμματα. Σειρές γράμματα, στρόγγυλα, να μην έχουν μουντζούρες.

Κι ό,τι διάβαζαμαν απ’ τα λίγα τα βιβλία που ‘χαμαν. Άλλαζαμαν και βιβλία συναμεταξύ μας. Να το πάρει ο ένας τ’ μία μέρα και τ’ν άλλη μέρα έπαιρνες άλλο. Παράδειγμα, διάβαζες τ’ μία μέρα ένα βιβλίο γεωγραφία και τ’ν άλλη μέρα το ‘δωνες σ’ ένα παιδί απ’ τ’ν άλλη τάξη. Θέρμανση δεν είχαμαν τίποτα μες στην εκκλησία. Πούντιαζαμαν. Μούτε (ούτε) κάτω στο σπίτι τ’ Αντρέου είχαμαν τίποτα για ζέστα. Αλλά και τι να έκαναμαν…».


Τρόμαξε όταν πρωτοείδε αυτοκίνητο!


Ενώ σήμερα οι γονείς φροντίζουν να εξασφαλίζουν υγιή ερεθίσματα για τα παιδιά τους, τότε τα βιώματα ήταν επώδυνα:

«Τ’ν πρώτη φορά π’ πήγα στ’ν Άρτα, είδα ένα αμάξι και σκιάχ’κα! Πιάσ’κα απ’ το παντελόνι τ’ πατέρα μου και μου ‘πε, μη σκιάζεσαι (φοβάσαι)! Ένα αμάξι είειδα εγώ στ’ν Άρτα. Ήταν το ’44, ήμαν 10 χρονών. Και τώρα… δεν έχουν πού να παρκάρουν τ’ αμάξια! Η Άρτα ήταν σαν κεφαλοχώρι τότε, δεν ήταν η πόλη που ‘ναι σήμερα. Ήταν όλο βαλαώρες (πετρώδεις πλαγιές, που δεν έχουν οικοδομηθεί).

Θ’μάμαι άλλη μία φορά που ‘χε πάει ο πατέρας μ’ στ’ν Άρτα και πέρασε απόξω απ’ τ’ Διοίκηση Χωροφυλακής Άρτης. Είχαν κομμένα 12 κεφάλια από αντάρτες, στο πεζούλι απόξω. Για να τα γλέπει ο κόσμος! Εμφύλιος… Είχαν πιάσει τ’ς κομμουνιστές και τ’ς έσφαξαν και πήραν τα κεφάλια κρεμασμένα μπροστά σ’ ένα καρνάβαλο (παμπάλαιο λεωφορείο 12 θέσεων), τα πήγαν στ’ν Άρτα, να τα ιδεί ο κόσμος! Φριχτά πράματα! Αρτινοί ήταν αυτοί. Έτ’χε να πάει στ’ν Άρτα ο πάππος σου εκείνη τη μέρα και μας τα μολόγαγε».

«Ακολούθα με!»


Ο Εμφύλιος είχε ξεκινήσει. Μια απρόσμενη συνάντηση με τους αντάρτες θα μπορούσε να σημαίνει τουλάχιστον σύλληψη και ξυλοδαρμό. Ο πατέρας μου μολογάει:

«Το 1945, χινόπωρος, Οκτώμβριος, νερά θ’μάμαι είχαν τα λαγκάδια… Οι αντάρτες ηύραν τα σπορίματα (δημητριακά) π’ τα ‘χαμαν στο σπίτι κι έπρεπε να τα κ’βαλήσουμε στ’ν κρυφοκάλυβα, να τα κρυπώσουμε, για να μη μας τα πάρουν. Ας πέθαινε απ’ τ’ν πείνα η οικογένεια, οι αντάρτες ήθελαν ν’ αρπάξουν το βιο! Σπορίματα, ψωμί, αρνιά… Αλλά ανθρώποι ήταν κι αυτοίνοι. Παιδιά από οικογένειες. Δε βαστιόται η πείνα…

Εκείνη τ’ μέρα π’ σ’ λέω, είχαμαν ν’χτώσει με τον πατέρα μ’ κι έπρεπε να πάμε στο ποτάμι, π’ κάθονταν η φαμ’λιά μας.

Βγαίνοντας πέρα στο σιάδι, άκ’σαμαν πατήματα από αντάρτες κι έρθονταν κατ’ (προς) εμάς, κα’ (κατά, προς) το τσιουμάρι (ύψωμα), για να κάμουν ενέδρα. Είχε θαμπώσει (νυχτώσει), δεν ήγλεπα τίποτε.

Άμα μας ηύρισκαν οι αντάρτες το βράδυ όξω, θα μας γύρναγαν στο χωριό για ανάκριση. Τι ανθρώποι είμαστε και πού πααίνουμε τέτοια ώρα… Οι αντάρτες έπιαναν τ’ς ράχες για να μη μετακινείται ο κόσμος…

Ακούστ’καν οι αντάρτες… Τα παγούρια κι οι μπαλάσκες βρόνταγαν μες στ’ νύχτα. Γκραγκ, γκρουγκ, σα να ‘ταν άλογα…

Αφού άκ’σε ο πατέρας μ’ τ’ς αντάρτες, μου ‘πε μαναχά:

-Ακολούθα με!

Μπήκαμαν μέσα στο λόγκο, μέσα στ’ αρκουδόβατα ξυπόλυτοι! Κοσή (τροχάδην) στ’ν αρχή, όσο να πάρουμε τόπο, να φύβγουμε, να μην κιντυνεύουμε.

Όταν ξωμάκραιναμαν, πάαιναμαν σιγά, γιατί δεν ήγλεπαμαν.

Έφτασαμαν στο λαγκαδόπ’λο, στο μύλο το βακούφικο (που ανήκει στην εκκλησία), αλλά δεν έκριναμαν (μιλήσαμε) ντιπ, για να μην ξυπνήσουμε τ’ γ’ναίκα τ’ μυλωνά, τ’ν Κώσταινα του Γιωργάκη.

Πήγαμαν κάτ’ το ρέμα, μπλατς μπλουτς μες στο νερό, πέρασαμαν το γιοφύρι τ’ Κασελούρη κι από ‘κεί γύρ’σαμαν απάνου κι πήγαμαν στ’ Τσιάκαλου, εκεί ήταν το κατοικιό μας».

Μεταξύ διασταυρούμενων πυρών!


Στη διάρκεια του Εμφυλίου, πολλοί άνθρωποι βρίσκονταν στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή:

«Πολέμαγαν οι αντάρτες συναμεταξύ τ’ς, οι αμίτες με τ’ς εδεσίτες. Εγώ φύλαγα τα πράματα (γιδοπρόβατα) με τον αδερφό μ’ τον Κώστα κι άλλον ένα χωριανό.

Μας είειδαν οι αντάρτες οι αμίτες απέναντι απ’ το τσιουμάρι στο Λυσιάρι, αλλά δε μας κάτεξαν (διέκριναν, είδαν) καλά. Μας πέρασαν κι εμάς για αντάρτες. Κι έβαλαν με το μυδράλιο, όχι με τ’φέκι! Φρρρρ… Φρρρρ… Σαν και να τα ‘ταν χαλάζι ακούονταν οι σφαίρες!

Οι σφαίρες πέρασαν αχπάνου απ’ τα πρόβατα κι από ‘μάς, αχπάνου απ’ τα κεφάλια μας, αλλά δε μας πέτ’χαν… πέτ’χαν τ’ς πουρδαλιές (αυτοφυή δέντρα)!

Μας κόπ’καν τα ποδάρια απ’ το φόβο κι έφ’γαμαν τ’ σκοτωμού! Απαράτ’σαμαν μαναχά τ’ς τα πράματα. Λάκ’σαμαν! Ένας χωριανός μας, ήταν κι αυτός παιδί τότε, απ’ το φόβο του, κόλλησε (αναρριχήθηκε) στον πλάτανο. Πέρασε ένα τμήμα απ’ τ’ς αντάρτες και τον είδε ψ’λά στον πλάτανο, τον πήραν μέχρι παρακατούλια και τον απόλυσαν (άφησαν ελεύθερο), τι να τον έκαναν…

Τα πράματα ρίπ’σαν (ρίπισαν: κατευθύνθηκαν) μαναχά τ’ς στα χωράφια και το βράδυ γύρ’σα πάλι εγώ και τα σύμμασα στο γρέκι, στα Παλιοκόνακα.

Έτσι ήταν τότε η κατάσταση… Εμφύλιος πόλεμος γένονταν. Σαν και βάρ’γαν τ’ς κατακτητές; Βάρ’γε ο ένας τον άλλο, αδέρφια συναμεταξύ τ’ς! Να σκοτώνει Έλληνας τον Έλληνα! Κι απ’ τ’ς δυο παρατάξεις (ενν. ΕΔΕΣ και ΕΑΜ)! Πόλεμος!».

Ο παπάς έγινε κατακόκκινος… απ’ την κουβέρτα!


Ακόμη μια χαρακτηριστική ανάμνηση απ’ τον Εμφύλιο εξιστορεί ο πατέρας μου:

«Ήταν γύρα στο ’45, ήμαν γκοτζιάμ λιανοπαίδι, είχαν φύβγει οι Γερμανοί. Ήταν οι αντάρτες στα χωριά κι έκαναν ζ’λούμια (ζημιές). Δεν έμνησκε κανένας το βράδυ στο σπίτι. Όλοι οι ανθρώποι έφευγαν απ’ τα χωριά και πάαιναν στο λόγκο μέσα, είχαν μουλάτσες (επίπεδο μέρος για ύπνο) και κρυφοκάλυβες για να βάνουν και τα σπορίματα. Γιατί τα σπορίματα παραδέ (ιδίως) τα ‘χαν κρυπωμένα (κρυμμένα) ο κόσμος, γιατί τ’ς τα ‘παιρναν οι αντάρτες, γιατί πείναγαν κι αυτοίνοι.

Χινόπωρος ήταν, Οκτώμβριος. Ένα Σαββάτο βράδυ είχε έρθει ένας παπάς απ’ το Λιβίτσικο (Ζυγό), για να κοιμηθεί εδώ, να λειτουργήσει τ’ν Κυριακή πρωί. Είχε έρθει να κοιμηθεί στο σπίτι μας. Έφαγαμαν όλοι μαζί και το βράδυ έφ’γαμαν να πάμε στο γιατάκι (χώρο για ύπνο, κατάλυμα), όλοι μαζί, εγώ, οι γονέοι μ’ και τ’ αδέρφια μ’. Κι ο παπάς από κοντά. Αυτ’νού το ’δωκε η μάνα μ’ νια (μια) φλοκωτή. Εμείς είχαμαν εκεί χοντροσκούτια (χοντρόρουχα, κλινοσκεπάσματα). Αυτά τα γιατάκια δεν είχαν σκεπή από πάνω, μαναχά φτέρες καταή για να κοιμάμαστε. Οι κρυφοκάλυβες είχαν σκεπή.

Το βράδυ έπιασε βροχή μεγάλη, αστραποτσιοκάναγε ο τόπος! Έρ’χνε με το καρδάρι! Γαζέπι (σφοδρή καταιγίδα, ανεμόβροχο) ώς το πρωί. Μας πίνιξε (έπνιξε). Σιμά ήταν το σπίτι μας (περίπου 200 μέτρα σε ευθεία), αλλά δεν κόταγαμαν να πάμε, γιατί σκιάζομασταν απ’ τ’ς αντάρτες. Τι να κάνουμε… Έκατσαμαν όξω στ’ βροχή, μέχρι να φέξει (ξημερώσει) το πρωί.

Έβαλαμαν τ’ς φλοκωτές κατσιούλα (κουκούλα), να φ’λαχτούμε εκεί. Ξέ’υσε (ξέχυσε: ξέβαψε, ξεχρωμάτισε) η φλοκωτή, ήταν κόκκινη. Έβαψε ο παπάς στα μούτρα! Γίν’κε κατακόκκινος απ’ τ’ βαφή! Μέχρι και τα μαλλιά και τα γένια γίν’καν κόκκινα! Να μην τον ήγλεπες!

Βράχ’καν κι κάτι φ’λλάδες που ‘χε στ’ς τσέπες ο έρμος ο παπάς. Θ’μάμαι είχε κάτι βιβλιαράκια στ΄ν τσέπη, τ’ Σύνοψη, το Ευαγγέλιο…

Το πρωί πήγαμαν στο σπίτι να στεγνώσει λίγο ο παπάς στο τζιάκι και κοντά πήγαμαν στ’ν εκκλησιά κι εγώ είπα το “Πιστεύω”, ήμαν απ’ τα τότε μες στο ιερό και κοντά έμαθα κι να ψέλλω».


«Δεν είχαμε όρεξη να παίξουμε…»


«Εμείς δεν είχαμαν να φάμε, παιγνίδια θα τήραγαμαν; Καθόλου παιγνίδια! Δεν είχαμαν κι εμείς τα παιδιά όρεξη να παίξουμε, αφού ήμασταν νηστ’κοί.

Τζιζ έπαιζαμαν, βάρ’γαμαν τ’ς απαλάμες. Έπαιζαμαν και σημάδες, πλάκες από ‘δώ κι από ‘κεί κι όποιος τ’ς γκρέμαγε γληγορότερα (δηλ. στήλη από μικρές πέτρες και τις χτυπούσαν με άλλη μία για να τις γκρεμίσουν). Τόπα (μπάλα) δεν είχαμαν, δεν ήξεραμαν τι είναι.

Ηύρισκαμαν και χειρομβομβίδες όταν πάαιναμαν μες στα χωράφια και στο λόγκο. Πώς δε σκοτώθ’καμαν... Φύλαξε ο Θεός και δεν είχαμαν κάνα ατύχημα.

Τότε π’ γένονταν ο πόλεμος απ’ το Καμάρι τ’ Κολοκύθα (τοποθεσία Μαρκινιάδας) στ’ν Κάτω Καλεντίνη (ήταν οι θέσεις των δύο αντιμαχόμενων πλευρών) ανάμεσα από αμίτες και ζερβιακούς, εγώ θ’μάμαι τ’ μάχη. Πήγαμαν τ’ν άλλη μέρα με τον πατέρα μ’ να ιδούμε τι γίν’κε. Είειδαμαν και τρεις τάφους φρέσκους, τ’ς έχωσαν πρόχειρα κι έφ’γαν. Ήταν τ’ Δημοκρατικού Στρατού οι σκοτωμένοι.

Κι εγώ τι να κάνω, παιδάκι ήμαν, μάζωνα τ’ς κάλυκες απ’ τ’ μάχη. Τ’ς έβαλα σ’ ένα τροβά, μου ’ρθε ότι κάτι κάνω. Μ’σοκόπ’κα (κοψομεσιάστηκα). Μ’ είδε ο πατέρας μ’ και μου ‘πε να τ’ς απετάξω τ’ς κάλυκες. Άδειοι κάλυκες… Τι να τ’ς έκανα… Άδειασα τον τροβά κι ησύχασα».

Απ’ το 1946 ξανά στο χωριό


Τα χρόνια περνούσαν. Μετά τον Ζυγό, επιστροφή και πάλι στο σχολείο του χωριού μας…

«Όταν έφ’γα απ’ το Λιβίτσικο, το 1946, ήρθε ένας δάσκαλος στ’ Μαρκινιάδα και ματάν’ξε το σχολείο. Δεν είχε τελειώσει (αποπερατωθεί) το σχολείο το κανονικό.

Το 1947 μέχρι τ’ μέση τ’ς χρονιά πήγαμαν σ’ ένα άλλο σπίτι, του ’χαν για σχολείο, νοικιασμένο κι αυτό. Το μ’σό το ’47 και το ’48 πήγα στο κανονικό το σχολείο. Ξεσκόλισα το ’48, ήμαν 14 χρονών. Ήταν μεγάλοι όλοι τότε όταν ξεσκόλιζαν, γιατί έχασαν 3-4 χρονιές. Ήταν κι άλλοι 16 χρονών πο’ ’βγαλαν το δημοτικό. Τότε το σχολείο είχε γύρα τα 100 παιδιά, ο ένας ψ’λά στον άλλον! Ένας δάσκαλος σ’ όλες τ’ς τάξεις! Τα ‘κανε τ’μάρι τα παιδιά (δηλ. μπορούσε να επιβληθεί), ήταν καλός. Έκανε σε δυο τάξεις μαζί, για να τα κάνει τ’μάρι (τιμάρι) τα παιδιά. Δεν έφταναν τα θρανία για όλα τα παιδιά, κάποια κάθονταν καταή στο πάτωμα, δεν πάθαιναν τίποτα. Έγραφαν στ’ν ποδιά τους (πάνω στα πόδια τους).

Το 1946 δάσκαλος ήταν ο Κωσταντίνος Γεωργούλας, καλός αυτός.

Το 1947-8 ήταν ο Ιωάννης Παπαχρήστος, απ’ την Πολιάνα Χώσεψης (Κυψέλης Άρτας). Κι αυτός πολύ καλός δάσκαλος. Αυτός μάς έμαθε και να ψέλλουμε. Βαστάμε ακόμα απ’ τ’ γενεά του και ψέλλουμε ακόμα, ξεκίν’σα απ’ το 1952, από σαρανταλείτουργο.

Όταν πήγαμαν στο καινούργιο το σχολείο, ήταν καλό, καινούργιο χτίριο, είχε και θρανία καλά, κάθομασταν από δυο. Και χάρτες είχε.

Έγραφαμαν στ’ς πλάκες κι είχαμαν κι ένα κοντύλι. Τ’ς αγόραζαν οι γονέοι μας στα βιβλιοπωλεία αυτές τ’ς πλάκες. Πρώτη και δευτέρα είχαμαν υποχρεωτικά πλάκες και κοντύλι, γιατί μας μάθαιναν τα γράμματα. Έγραφαμαν και ζήβαγαμαν συνέχεια.

Απ’ τ’ν τρίτη τάξη κι απάνω είχαμαν πέννα και μελανοδοχείο. Άλλες φορές χύνονταν ψ’λά στα τετράδια, ψ’λά στα θρανία και γένομασταν όλο μελάνι. Μια φορά και δυο χύθ’καν οι μελάνες…

Τσιάντες μάς έφκιαναν οι μανάδες μας, από ντρίλι (ευτελές ύφασμα). Εκεί μέσα έβαναμαν όλα τα υπάρχοντα για να πάμε στο σχολειό».

«Στη βιοπάλη από μικρά παιδιά…»


Όπως κάνω και με τους άλλους χρονομάρτυρες, ζήτησα από τον πατέρα μου να μιλήσει επιγραμματικά για την υπόλοιπη ζωή του:

«Ήμαν καλός στα μαθηματικά, δε μ’ έπιανε κανένας. Τα ‘παιρνα τα γράμματα. Ήμασταν πολύ φτωχοί εμείς, αλλά κι ανέβγαλτοι (άπειροι, φοβισμένοι), σκιάζομασταν να πάμε στ’ν Άρτα. Πού να πάμε στ’ν Άρτα, να καλημερίσουμε καθηγητή… Μας έρθονταν β’νό να πάμε στο γυμνάσιο στ’ν Άρτα. Οι περισσότεροι από ‘δώ απ’ το χωριό δεν πήγαμαν. Κι απ’ αυτ’νούς π’ πήγαν, δυο-τρεις πρόκοψαν στα γράμματα.

Εγώ από τότε π’ τελείωσα το σχολείο, 14 χρονών, δούλευα ξυλοφόρος, κ’βάλαγα ξύλα στ’ν Άρτα. Να βγάζω κι εγώ λίγα λεπτά, να φέρουμε κάνα ψώνι για τ’ν οικογένεια, λίγο λάδι, λίγο ρύζι κι ένα πέτσωμα (κομμάτι, “φύλλο”) μπακαλάρο.

Επειδή ο πατέρας μ’ ήταν οργανοπαίχτης (μουσικός), έπαιζε κλαρίνο και λαούτο, έμαθα κι εγώ να παίζω λαούτο και κιθάρα, αλλά τραγούδαγα κιόλα. Πήγα σε πάρα πολλά πανηγύρια και γάμους και προτού πάω φαντάρος. Και συνέχισα το επάγγελμα αυτό μέχρι το 1992. Έρχομαν περπατώντα απ’ τη Λαφίνα Τρικάλων στο χωριό. Κι απ’ το χωριό πήγα περπατώντα μέχρι το Μυρόφυλλο Τρικάλων (περίπου 60 χλμ.). Χωρίς μηχανήματα ήταν τότε τα πανηγύρια, αφού δεν υπήρχε ρεύμα. Προτού το ’57 αυτά, προτού πάω στρατιώτης. Κι επειδή είμαι και ψάλτης, πολλές φορές έφευγα απ’ το πανηγύρι κι έρχομαν να ξελειτουργήσω τον παπά τ’ς Κυριακές ή τ’ς γιορτές.

Φαντάρος έκανα 25 μήνες, ήμαν λοχίας. Όταν απολύθ’κα, παντρεύτ’κα. Χωρίς να ‘χουμε τίποτα, ούτε ένα αυγό! Αλλά τότε παντρεύονταν ο κόσμος, ας ήταν φτωχοί.

Εκτός από αγρότης και κτηνοτρόφος, δούλεψα και στ’ς οικοδομές, πήγα και στο Πόρτο Ράφτη για δουλειά. Αλλά πήγα και λίγο στ’ Γερμανία για δ’λειά. Πέντε μήνες, το 1970. Τότε π’ γεννήθηκες εσύ, εγώ ήμαν στ’ Γερμανία.

Ήμαν και πρόεδρος κοινότητος Μαρκινιάδας 12 χρόνια, απ’ το 1974 μέχρι το 1986. Τότε δεν είχαμαν ούτε τηλέφωνο στο γραφείο, πήγαινα ξεμοτόχου στ’ν Άρτα (αποκλειστικά γι’ αυτή τη δουλειά) για να πάω ένα έγγραφο στ’ Νομαρχία άμα ήταν επείγον. Όλα λειψά ήταν τότε...

Αλλά όλος ο κόσμος δούλευε τότε, στ’ βιοπάλη από μ’κρά παιδιά. Δεν είναι όπως τώρα π’ τα παιδιά τα περιμένουν όλα απ’ τ’ς γονείς…».

**

Ο πατέρας μου, όπως και οι συνομήλικοί του γονείς σας ή παππούδες σας, τη φρίκη της Κατοχής και τον τρόμο του Εμφυλίου δεν τα διάβασαν στις σελίδες των βιβλίων, αλλά τα έζησαν κυριολεκτικά στο πετσί τους. Αυτά τα «λιανοπαίδια» ωρίμασαν πρόωρα και βίαια. Ανέλαβαν ευθύνες δυσανάλογες της ηλικίας τους. Τα τρυφερά χέρια τους ρόζιασαν από τις γεωργικές εργασίες. Κι όμως, όχι μόνο δεν λύγισαν μπροστά στις δυσκολίες, αλλά αγωνίστηκαν με νύχια και με δόντια και κατάφεραν ν’ αλλάξουν τη σκληρή μοίρα τους. Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: Μας σήκωσαν στους στιβαρούς ώμους τους για να δούμε την απεραντοσύνη του ορίζοντα και να προχωρήσουμε… Σ’ αυτούς τους μαχητές της ζωής οφείλουμε τιμή και ευγνωμοσύνη!

*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια).


Email: vasilis.malisiovas@gmail.com

LinkedIn: Vasilis Malisiovas





img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ









img