Άρτα: Προσωρινή διακοπή κυκλοφορίας λόγω έντονων καιρικών φαινομένων
ΚΚΕ: Προβλήματα και καταστροφές από τις έντονες βροχοπτώσεις
ΣΥΡΙΖΑ: Ανάγκη άμεσης εξειδίκευσης των διατάξεων για την ισόβια τριτεκνική ιδιότητα
Αποφάσεις Περιφερειακής Επιτροπής - Δημοπρατείται η διπλή γεφύρωση του ποταμού Αράχθου στην Άρτα
Δράση ενημέρωσης για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών
Στο Π.Δ.Ε. εντάχθηκε το Πανηπειρωτικό Κλειστό Γυμναστήριο
Αφορμή στάθηκε η συμπλήρωση 20 χρόνων από τον θάνατο του Πάνου Γεραμάνη, που χάθηκε ξαφνικά σε ηλικία 59 ετών. Όμως η κινητήρια αιτία ήταν η επιθυμία πολλών φίλων του Πάνου Γεραμάνη αλλά και η δική μας να ψηφιοποιηθεί, να απομαγνητοφωνηθεί και να διασωθεί το σύνολο των εκπομπών των «Λαϊκών Βάρδων» και να αξιοποιηθεί μελλοντικά από κάθε ενδιαφερόμενο. Το βιβλίο είναι το επιστέγασμα μιας προσπάθειας που ξεκίνησε το 2016. Είναι το αποτέλεσμα μιας πολύχρονης δικής μας εργασίας, αλλά και της σταθερής στήριξης που μας πρόσφερε το Αρχείο της ΕΡΤ.
Οι «Λαϊκοί Βάρδοι» είχαν απήχηση σε εκατοντάδες χιλιάδες ακροατές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως διαπιστώνουμε από κάποιες «λάιβ» εκπομπές στις οποίες τηλεφωνούσαν ξενιτεμένοι από όλο τον κόσμο, ακόμα και ναυτικοί που άκουγαν την εκπομπή στα υπερπόντια ταξίδια τους. Οι ακροατές αντιλαμβάνονταν την αγάπη και τον σεβασμό του Πάνου Γεραμάνη για ό,τι έκανε. Εκτιμούσαν το γεγονός ότι εκείνος δεν δεσμευόταν από κάποια playlist, όπως συχνά συμβαίνει σήμερα, ή από τις υποδείξεις των δισκογραφικών εταιρειών. Οι εκπομπές του δεν μετέδιδαν απλώς πληροφορίες αλλά εξέπεμπαν ανθρώπινη ζεστασιά, γενναιοδωρία και καλοσύνη.Χάρη στον Πάνο, οι καλεσμένοι του έβγαζαν προς τα έξω τον καλύτερο εαυτό τους.
Ο Πάνος Γεραμάνης ήταν εξωστρεφής, πληθωρικός, με πολλές αγάπες (το λαϊκό τραγούδι, το ποδόσφαιρο, τη λαϊκή ταβέρνα κ.ά.) που τις υποστήριζε δυναμικά. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τους φίλους του, μια ολόκληρη στρατιά φίλων, διάσημων και άσημων, για τους οποίους συχνά γινόταν θυσία. Τους υποστήριζε ακόμα και όταν ο ίδιος δεν ενέκρινε κάποιες επιλογές τους στην καλλιτεχνική ή την προσωπική τους ζωή. «Αδυναμίες», έλεγε με επιείκεια αλλά χωρίς συγκατάβαση. Είχε καταπληκτική μνήμη («ανθρώπινο Google» τον χαρακτήρισαν), ένα πολύτιμο εφόδιο σε μια εποχή που δεν καταφεύγαμε στα δεκανίκια του ίντερνετ.
Η συμβολή της στον πολιτισμό έγκειται στο ότι διέδωσε και διέσωσε σπουδαία τραγούδια που ήταν ξεχασμένα ή περιφρονημένα. Επίσης στο ότι ανέδειξε και την ευγένεια, το μεράκι, τη φαντασία και τη δημιουργικότητα των ανθρώπων που από διάφορα μετερίζια υπηρέτησαν το λαϊκό τραγούδι της περιόδου 1950-1965.
Κάποτε το ραδιόφωνο ήταν πανταχού παρόν. Από το ραδιόφωνο ο κόσμος μάθαινε τα καινούρια τραγούδια. Βάδιζες σε μια γειτονιά και παντού, από τα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών, άκουγες ήχους ραδιοφώνου. Μια μικρή δόση νοσταλγίας είναι αναπόφευκτη, αρκεί η νοσταλγία να μη μας εμποδίζει να βλέπουμε με καθαρή ματιά το σήμερα.
Πολλοί εξακολουθούν να ακούνε ραδιόφωνο, ιδίως όταν οδηγούν, όμως η δύναμη του ραδιοφώνου δεν είναι αυτή που ήταν κάποτε. Από τους «Λαϊκούς Βάρδους» μαθαίνουμε ότι όταν τα τραγούδια του Επιτάφιου τραγουδήθηκαν σε μια λαϊκή ταβέρνα στο Αιγάλεω, το κοινό αντέδρασε αρνητικά: «Τι είναι αυτό που μας βάζετε ν’ ακούσουμε; Παίξτε “Tα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε!”» Όταν όμως τα ίδια τραγούδια άρχισαν να ακούγονται από το ραδιόφωνο, από τις διαφημιστικές εκπομπές των δισκογραφικών εταιρειών, ο Επιτάφιος επιβλήθηκε, πέρασε και στα λαϊκά μαγαζιά και ο κόσμος άκουγε συνεπαρμένος.
Το ηχητικό υλικό που μας παραχώρησε η ΕΡΤ ήταν αχανές. Εκατοντάδες εκπομπές. Τα απομαγνητοφωνημένα κείμενα ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο λέξεις. Στο βιβλίο αποφύγαμε τη χρονολογική ή την εγκυκλοπαιδική παρουσίαση. Επιλέξαμε να αναπτύξουμε 13 θεματικές ενότητες που περιγράφουν το σύμπαν του λαϊκού τραγουδιού: τα πρώτα δύσκολα, λόγω της φτώχειας, παιδικά και νεανικά χρόνια των καλλιτεχνών, τις λαϊκές ταβέρνες, τα πανηγύρια, τις ηχοληψίες κ.ά.
Αυτό που κυρίως έχει αλλάξει είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι, οι παρέες «δεν» τραγουδούν στον δρόμο. Πολλοί, που αργότερα έγιναν φίρμες, τραγουδούσαν στον δρόμο μετά το ξενύχτι σε κάποια λαϊκή ταβέρνα ή έκαναν καντάδα σε κάποιο κορίτσι που τους άρεσε. Κι εδώ παρεμβαίνουν οι «κυνηγοί ταλέντων». Ο σπουδαίος στιχουργός Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή Τσάντας τριγυρνούσε με τα πόδια στη Νέα Ιωνία και σε άλλες γειτονιές, με το αυτί τεντωμένο μήπως ανακαλύψει κάποια ωραία λαϊκή φωνή. Άλλοι έκαναν το ίδιο κάτω από τις υπό ανέγερση οικοδομές. Τότε δεν υπήρχαν τηλεοπτικά σόου όπως, π.χ., το «TheVoice», για να φανούν οι καλές φωνές, ούτε σόσιαλ μίντια και ινφλουένσερ υπήρχαν ώστε να προωθήσουν, να προμοτάρουν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες τον εαυτό τους.
Ας απαντήσουμε με τα λόγια της Άντζελας Γκρέκα, μιας σπουδαίας τραγουδίστριας, γεννημένης στον Κορυδαλλό: «Ο κόσμος ζούσε με το λαϊκό τραγούδι τότε. Στις λαϊκές ταβέρνες. Ήτανε βίωμά του. Ήτανε λαϊκός κόσμος, γειτονιά. Ήταν αλληλένδετα αυτά τα δύο». Ο Πάνος Γεραμάνης παρατηρεί: «Διασκέδαση δεμένη με τα προβλήματα». «Τα ξεχνάγανε!» τονίζει η Άντζελα Γκρέκα. «Τα ξεχνάγανε παρά το γεγονός ότι τα λόγια των τραγουδιών τούς θύμιζαν τα προβλήματά τους;» ρωτά ο Πάνος Γεραμάνης, αλλά η καλεσμένη του επιμένει: «Παρά το γεγονός ότι τους θύμιζαν πάρα πολλά, ξεχνούσαν τα βάσανά τους». Και αυτό κυρίως συνέβαινε στις προσφυγικές συνοικίες, όχι μόνο γιατί οι Μικρασιάτες ήξεραν να γλεντούν αλλά και επειδή οι ίδιοι έφεραν στην Ελλάδα μια πλούσια μουσική παράδοση, αλλά και μια παράδοση κοινωνικότητας και δημιουργικής συμμετοχής στον δημόσιο βίο.
