Διεθνής διάκριση για την Πειραιώς από το Euromoney
«Greece’s Best Cash Management Bank»
Χρ. Κέλλας: Στο επίκεντρο η καινοτομία για την πράσινη γεωργία
ΣΥΡΙΖΑ: Συνεχίζονται τα σοβαρά προβλήματα του Προγράμματος «Προσωπικός Βοηθός» για άτομα με αναπηρία
Δωρεάν προληπτικές εξετάσεις από τις ΚΟΜΥ του ΕΟΔΥ στο Φωτεινό
Κ. Τσιάρας: Την επόμενη εβδομάδα η εξειδίκευση των νέων μέτρων στήριξης για τους πληγέντες κτηνοτρόφους από την ευλογιά
Η πολεμική οικονομία στην πράξη!
Γράφει ο Βασίλης Μαλισιόβας*
Αν ένας νεαρός βρεθεί σε κάποιο χωριό, θα απορήσει βλέποντας κάτι κίτρινα σιδερένια κουτιά που είναι έξω από παλιά καφενεία, κοινοτικά γραφεία ή ακόμη και… στο πουθενά, έξω από ένα ερειπωμένο σπίτι. Κάποια ξεθωριασμένα γράμματα δεν βοηθάνε και πολύ τον ανίδεο. …ΝΙΚΑ …ΔΡΟΜΕΙΑ…
Αυτά τα κουτιά με το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα είναι τα παλιά γραμματοκιβώτια, που λειτουργούσαν σαν ένα είδος κεντρικής θυρίδας για τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας σε καιρούς όπου η επικοινωνία γινόταν μόνο με τον παραδοσιακό τρόπο της επιστολής.
Οι νέοι λοιπόν απορούν με τα κίτρινα κουτιά, σε εμάς όμως τους μεγαλύτερους δημιουργείται ένα αίσθημα μελαγχολίας καθώς βλέπουμε έναν τεράστιο κύκλο να κλείνει με δραματικό τρόπο.
Όταν ήμουν μαθητής στην πρώτη δημοτικού, η χρυσή δασκάλα μου, η κυρία Αλεξάνδρα, μας είχε αναθέσει ένα παιγνίδι ρόλων: ποιο επάγγελμα μάς άρεσε, τι θα θέλαμε να γίνουμε όταν μεγαλώσουμε…
Εμένα με γοήτευε το επάγγελμα του ταχυδρόμου, αφού αυτός ήταν ο άνθρωπος που κρατούσε στα χέρια του την ελπίδα, τη χαρά ή τη λύπη, κλεισμένη σ’ ένα φάκελο. Η δασκάλα μού αγόρασε μια παιδική τρομπέτα, πέρασα στον ώμο μου τη σχολική τσάντα και τη γέμισα με γράμματα που μου είχαν δώσει οι συμμαθητές μου για να τα κουβαλήσω.
Ποιος ήταν όμως αυτός ο «ταχυδρομικός διανομέας», που με ενέπνευσε; Ήταν πραγματικό ή φανταστικό πρόσωπο;
Ας τον περιγράψει στη ντοπιολαλιά μας ένας 95χρονος συνομιλητής μου: «Ο ταχυδρόμος είχε… τουρμπέτα. Με τα ποδάρια έρθονταν στο χωριό μας. Κι όταν έβγαινε στο ξαγνάντιο, βάρ’γε τ’ν τουρμπέτα, ν’ ακούσουν ο κόσμος. Έβγαιναν στ’ δημοσιά (κεντρικό δρόμο), αλλά οι πλειότεροι (περισσότεροι) έρθονταν στ’ν πλατέα, γιατί ο ταχυδρόμος απόξω απ’ το σκολειό μέραζε τα γράμματα. Κάνα γράμμα αν θα κ’βάλαγε… Συντάξεις δεν έπαιρναν οι γερόντοι τα παλιά τα χρόνια (οι συντάξεις γήρατος ΟΓΑ καθιερώθηκαν μετά το 1960). Τ’ς τάιζαν τα παιδιά τ’ς. Έβγαζαν ένα πετσούρι (κρατούσαν ένα χωραφάκι), το γεροντομοίρι (μερίδιο των γονέων για τα παιδιά που θα τους γηροκομούσαν). Αλλά πείναγαν ούλοι τότε, κι οι γερόντοι κι τα παιδιά. Αφού δεν είχαν λεπτά τα παιδιά, τι να έδωναν στ’ς γερόντους; Αλλά τ’ς φύλαγαν τ’ς γονέους, δεν τ’ς πέταγαν όπως κάνουν τώρα π’ τ’ς απαρατάν’ στα… γεροντοκομεία!».
Ο ταχυδρόμος μετέφερε τα γράμματα με ευχάριστες και δυσάρεστες ειδήσεις, ενίοτε τραγικές. Μάλιστα, υπήρχε ένα χαρακτηριστικό σύμβολο έξω από επιστολή με την οποία αναγγελλόταν θάνατος είτε στο Μέτωπο είτε «στα ξένα», οπότε ο φάκελος ήταν σημαδεμένος με μαύρο χρώμα σε μια άκρη – αυτό ήταν το «κλαφτό γράμμα». Μανάδες, σύζυγοι και κόρες μαδιούνταν και έσκουζαν προτού το ανοίξουν και τα κλάματά τους αντηχούσαν στις ράχες…
Φυσικά ήταν και πολλές οι ευχάριστες ειδήσεις απ’ την ξενιτειά:«Η τσιούπρα μας η Βαγγελή παντρεύ’κε στ’ Γερμανία! Μας έστ’λαν κι κάτι λεπτά, μάρκα τα λέν’…», «Το παιδί μας στεφανώθ’κε στ’ν Αμερική… Ηύρε κοπέλα απ’ τα χωριά μας…», «Γένν’σε η νύφη μας! Έκαμε παιδί (γέννησε αγόρι) ! Μας έστ’λαν και φωτογραφία απ’ τα βαφτίσια… Καληώρα του…».
Ένας απ’ αυτούς τους ήρωες ταχυδρόμους, ο άνθρωπος που αποτέλεσε το δικό μου πρότυπο, ήταν ο αείμνηστος Ελπιδοφόρος, από τα Γαλανέικα Άρτας. Αυτός ο καλοσυνάτος άνθρωπος με το συμβολικό όνομα, ερχόταν περπατώντας στο χωριό μου, όπως και σε πολλά άλλα. Σκοπός του ήταν να μεταφέρει τις επιστολές από και προς τους συγχωριανούς μου (αφού υπήρχε μόνο ένα τηλέφωνο στο ένα καφενείο), την υπηρεσιακή αλληλογραφία για το δημοτικό σχολείο, το κοινοτικό γραφείο και την εκκλησία, αλλά και τις πενιχρές συντάξεις των ηλικιωμένων, τα «γεροντίστικα» όπως τα έλεγαν.
Τα χρόνια πέρασαν, τώρα γέρασαν και τα εγγόνια εκείνης της εποχής, τα χωριά μας ερημώνουν, τα σχολεία και τα κοινοτικά γραφεία υπάρχουν μόνο ως κτίρια, πολλά επαγγέλματα εξαφανίστηκαν, ενώ κάποια άλλαξαν… Ένα από αυτά είναι και του υπαλλήλου των Ελληνικών Ταχυδρομείων.
Από τον άγγελο/εξάγγελο στην τραγωδία μέχρι τον μαραθωνοδρόμο κομιστή του χαρμόσυνου μηνύματος νίκης κατά των Περσών, τους στρατιωτικούς ταχυδρόμους κατά τη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων του Έθνους, τους συνδέσμους στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης, η μακραίωνη αλυσίδα έχει γραφτεί από την αυτοθυσιαστική προσφορά αυτών των ανθρώπων. Πεζοί ή έφιπποι, στη σύγχρονη εποχή με το αυτοκίνητο, οι ταχυδρόμοι καλούνταν να καλύψουν τεράστιες αποστάσεις, έτσι ώστε να φτάσουν τα γράμματα, οι ευχές, οι συντάξεις, τα θλιβερά ή χαρμόσυνα μαντάτα, σε πληθώρα απομακρυσμένων χωριών και απομονωμένων οικισμών.
Σε όλους αυτούς, το Κράτος έδειξε το πιο σκληρό πρόσωπό του, και μάλιστα υπακούοντας στα κελεύσματα της ιδιωτικής εταιρείας: Προσαρμοστείτε, αλλιώς θα αφανιστείτε!
Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία –κάποτε κοινωφελής οργανισμός με σημαντική προσφορά κυρίως στους κατοίκους των αγροτικών και γενικά απομονωμένων οικισμών– μετατράπηκαν σε ένα φάντασμα, μια απρόσωπη, υβριδική, ιδιωτική εταιρεία, όπου τα πάντα καθορίζονταν από το κέρδος. Ό,τι ήταν ασύμφορο, ό,τι δεν συνεπαγόταν άμεση εισροή χρήματος στα ταμεία, έπρεπε να καταργηθεί, χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης για τους ηλικιωμένους συμπολίτες μας που δεν είναι εξοικειωμένοι με την τεχνολογία, που πολλές φορές μετά δυσκολίας μπορούν να περπατήσουν λίγα μέτρα γύρω από το σπίτι τους…
Κι έτσι, ενώ θα μπορούσε να βρεθεί μια μέση λύση (π.χ. η ενσωμάτωση ταχυδρομικών υπηρεσιών στα ΚΕΠ), επιλέχθηκε το κλείσιμο με… χρύσωμα του χαπιού φυσικά: Οι υπηρεσίες θα παρέχονται μεν, αλλά πλέον με πολλούς αστερίσκους!
Ο κύκλος κλείνει με δραματικό τρόπο: ο άνθρωπος που κάποτε έφερνε την ελπίδα στα χωριά μας, εξαφανίζεται από προσώπου γης. Ο τεχνολογικός Καιάδας δεν απειλεί μόνο τους ηλικιωμένους, αλλά και την ίδια την ψυχή μας, που έβρισκε παρηγοριά στην ανθρώπινη επαφή. Τώρα, η απουσία του ταχυδρόμου συμβολίζει την οριστική ματαίωση της αναμονής. Όσοι περίμεναν το γράμμα τους, όπως εκείνος ο καημένος της ξενιτειάς, είναι πλέον ολόκληρη η γενιά μας. Η απάντηση στην αγωνία τους, τότε, ήταν η προσωρινή καθυστέρηση. Σήμερα, η απάντηση είναι η μόνιμη σιωπή. Ο ταχυδρόμος δεν έρχεται πια – και η θλίψη αυτής της οριστικής απουσίας ακούγεται σαν μια λαϊκή, αιώνια κατάρα:
Κάθε πρωί όπου ξυπνώ
τρέχω στην πόρτα και κοιτώ
Τρίτη Κυριακή Δευτέρα
κι άλλη μια χαμένη μέρα
Πάνε κι έρχονται ολοένα
τα βαπόρια και τα τρένα
Ταχυδρόμε ανάθεμά σε
μόνο εμένα δε θυμάσαι
Πιάνει ο κόσμος περιστέρια
κι εγώ μένω μ’ άδεια χέρια
-Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις
άδικα μην περιμένεις
Δε σου το ‘χουνε γραμμένο
κι αν σου το ‘χουν πάει αλλού
Άλλος μένει εκεί που μένεις
και το δίνουνε αυτουνού
Ίσως να ‘ναι και σταλμένο
σ’ άνθρωπο του φεγγαριού
Ή και παραπεταμένο
σε μιαν άκρη τ’ ουρανού.
(Oδ. Ελύτη, Ο ταχυδρόμος)
