Αναρτήθηκε στις:24-10-25 10:39

Δημήτριος Μπόβολος (1940 – 2025): Τώρα θα φροντίζεις τα δέντρα στον Παράδεισο...


Αγαπητέ Δημήτρη,

Επειδή ήσουν άνθρωπος που κοιτούσε την ουσία και όχι τις τυπικότητες, δεν θα με παρεξηγήσεις για το ότι ο γραπτός αποχαιρετισμός μου δεν συνέπεσε με την ημερομηνία του θανάτου σου. Ήθελα να σε αποχαιρετήσω στη γιορτή σου...


Συμμερίζομαι τον πόνο που βιώνει η οικογένειά σου, με τη βεβαιότητα ότι η καλοσύνη σου θα αποτελεί λαμπερό οδοδείκτη για όλους τους συγγενείς, συγχωριανούς, φίλους και παλιούς συναδέλφους σου. Ας είναι αυτό το κείμενό μου ένα δάκρυ καρδιάς κι ένα φωτεινό κερί στη μνήμη σου...

Γεννήθηκες τον Οκτώβριο του 1940, μια εποχή κατάμαυρη και εφιαλτική, αφού τότε ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα πιο τρυφερά σου χρόνια τα έζησες με τις στερήσεις και τη φρίκη που όλος ο κόσμος βίωσε κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Και αμέσως μετά ο απάνθρωπος Εμφύλιος Πόλεμος, με τις βιαιοπραγίες να επεκτείνονται σε όλα τα χωριά, με αδέρφια να στρέφουν το όπλο τους εναντίον των αδερφών τους λόγω του αβυσσαλέου πολιτικού μίσους που άφησε δυσεπούλωτες πληγές στα σώματα, κυρίως όμως στις ψυχές των αθώων συνανθρώπων μας, οι οποίοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να σταματήσουν το γενικευμένο κακό.

Όπως όλα τα παιδιά της σκοτεινής εκείνης εποχής, έζησες χωρίς να έχεις ούτε τα πιο στοιχειώδη αγαθά, όπως το φαγητό, τα παπούτσια και τα ρούχα.

Δημοτικό σχολείο πήγες στην Κάτω Καλεντίνη, άρα έπρεπε να περπατάς αρκετά χιλιόμετρα καθημερινά για να μάθεις γράμματα.

Άνθρωπος εργατικός από τα μικρά σου χρόνια, είχες κλίση στα τεχνικά επαγγέλματα, έγινες χειριστής χωματουργικών μηχανημάτων. Εργάστηκες επί χρόνια στην παλιά ΜΟΜΑ (τεχνική εταιρεία που λειτουργούσε με ευθύνη του Στρατού), μάλιστα κράτησες πολύ δυνατές φιλίες από αυτή την εταιρεία, οπότε ήταν πάρα πολλοί οι παλιοί συνάδελφοί σου που ήρθαν να σε τιμήσουν με την παρουσία τους στον τελευταίο αποχαιρετισμό...

Ήσουν άνθρωπος καλοσυνάτος και ανοιχτόκαρδος, φοβερός αφηγητής παλιών ιστοριών, γλεντζές, αλληλέγγυος και γενναιόδωρος με όλους. Το χιούμορ σου ήταν ανεπανάληπτο, η καρδιά σου σαν του μικρού παιδιού. Μιλούσες πάντα εγκάρδια, χωρίς δεύτερες σκέψεις ἠ σκοπιμότητες.

Ήταν χαρά σου κάθε χρόνο να φυτεύεις πάρα πολλά λαχανικά και μετά να τα μοιράζεις με τις τσάντες στους συγγενείς και φίλους σου. Πολλοί μπορεί να απορούσαν με αυτή την πράξη. «Μα ξοδεύεις χρόνο και χρήμα...», σου έλεγαν κάποιοι, επειδή έκριναν από τον εαυτό τους, αφού ως μόνο κριτήριο και κίνητρο είχαν το συμφέρον και την ανταπόδοση. Εσύ απαντούσες με αφοπλιστικό τρόπο: «Δεν πειράζει... Εμένα αυτό είναι το μεράκι μου... Να είναι γεμάτος ο κήπος μου και να χαρίζω τα ζαρζαβατικά στον κόσμο...».

Αυτή τη γενναιοδωρία φυσικά την έζησαν πάρα πολλοί άνθρωποι και στο σπίτι σου, αφού ήταν χαρά σου να υποδέχεσαι συγγενείς και φίλους για καφέ, κρασί ή φαγητό.


Ήσουν φανατικός φίλανθος και φιλόδεντρος! Η μεγάλη σου αγάπη ήταν τα λουλούδια, αλλά κυρίως τα δέντρα, αφού ήξερες όλα τα μυστικά τους: πότε θέλουν κλάδεμα, πότε πρέπει να τα μπολιάσεις...

Με αγωνία έψαχνες παλιές ποικιλίες σπόρων, που πλέον έχουν εξαφανιστεί λόγω της αδιαφορίας του κόσμου.

Με συγκινούσε πάρα πολύ το ότι εσύ μπόλιαζες όχι μόνο δέντρα που βρίσκονταν μέσα στο χωράφι κάποιου, αλλά και έξω στον δρόμο, ακόμη και μέσα στον λόγκο. Ειδικά τις γκορτσιές (άγριες αχλαδιές) τις έψαχνες συνεχώς. Θυμάμαι που μου έλεγες: «Δημοσιογράφε (έτσι με αποκαλούσες), εσύ που γυρίζεις σ’ όλες τις ράχες και φωτογραφίζεις, αν βρεις καμιά γκορτσιά να μ’ ενημερώσεις. Θέλω να τη μπολιάσω, να τρώει κάνα αχλάδι όποιος περνάει από ‘κεί...».

Την πολύ σκληρή δοκιμασία με την υγεία σου την αντιμετώπισες με γενναιότητα, αξιοθαύμαστη και αξιοζήλευτη ψυχραιμία, αλλά και υπακοή στο θέλημα του Θεού, αφού οι μεγάλες δοκιμασίες της ζωής είναι αυτές που αναδεικνύουν τη δύναμη της πίστης. Όταν ερχόμουν να σε δω στο νοσοκομείο, το χαμόγελο δεν έσβηνε ποτέ από το πρόσωπό σου, μάλιστα ρωτούσες να μάθεις τι κάνουν οι φίλοι και οι συγχωριανοί.

Το τέλος σου ήταν οσιακὀ. Στο κρεβάτι του νοσοκομείου, έχοντας δίπλα την κόρη σου, πάνω απ’ το προσκέφαλο την εικόνα του Αγίου Παΐσίου, για τον οποίο έδειχνες μεγάλη ευλάβεια και αγάπη, την ώρα που σε κάλεσε ο Κύριος κοντά Του, είδες το ανέσπερο φως της Βασιλείας Του. «Ένα φως! Δεν το βλέπεις; Ένα φως...», είπες στην κόρη σου και η ψυχή σου φτερούγισε γαλήνια στον ουρανό!

Αγαπημένε μας Δημήτρη, γεννήθηκες στην πιο σκληρή εποχή του 20ού αιώνα. Αλλά και τώρα που αναχώρησες για την αιωνιότητα, η ζωή μας ξανασκοτείνιασε, με ανελέητους πολέμους ακόμα και στη γειτονιά της χώρας μας...

Εσύ όμως ήδη γεύεσαι τη μακαριότητα της αθανασίας, δίπλα σε αγαπημένα πρόσωπα. Η μόνη έγνοια σου πλέον είναι να βλέπεις την πολυαγαπημένη σύζυγό σου και τις λατρεμένες κόρες σου, τους συγγενείς και φίλους, να είναι καλά και να προχωρούν με δύναμη στη ζωή.

Κι είμαι βέβαιος ότι θα έχεις πολλή δουλειά εκεί ψηλά, φροντίζοντας τα δέντρα και τα λουλούδια του Παραδείσου...

Αιωνία η μνήμη σου!


Β. Μαλισιόβας



Δημήτριος Μπόβολος γεννήθηκε στη Μέγκλα Άρτας. Φοίτησε στη Γεωργική Σχολή που λειτουργούσε τότε στο Βέλο Κορινθίας. Με σθένος ψυχής αντιμετώπισε τις πολλές δυσκολίες της ζωής. Εργάστηκε ως χειριστής χωματουργικών μηχανημάτων στη ΜΟΜΑ και στη συνέχεια ως υπάλληλος του Νοσοκομείου Άρτας, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Οι εκατοντάδες άνθρωποι που τον τίμησαν με την παρουσία τους στην κηδεία, ήταν η πιστοποίηση της ποιότητας του χαρακτήρα του...



img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ