Κοινό μέτωπο κυβέρνησης Περιφερειαρχών κατά της ευλογιάς
Σύλλογος Δασκάλων Άρτας: Καταδίκη της βίαιης επίθεσης σε εκπαιδευτικούς, γονείς και παιδιά στην ΔΙ.Π.Ε. Α΄ Αθήνας
Έργα οδικής ασφάλειας, πολιτισμού και αγροτικών υποδομών προωθούνται με αποφάσεις της Περιφερειακής Επιτροπής
Ο Δήμος Αρταίων παρέλαβε το όχημα περισυλλογής αδέσποτων - Επένδυση στην ευζωία των ζώων
Στις 3 Νοεμβρίου ξεκινάει η πλήρης εφαρμογή της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας σε τέσσερις νέους κλάδους
Πρόσκληση της ΕΥΔ για εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ποια ήταν τα πρώτα μου διαβάσματα – δεν θυμάμαι. Αυτό που ξέρω σίγουρα πάντως είναι πως δεν είχαν σχέση με την ποίηση ή την λογοτεχνία. Με ενδιέφεραν άλλα πράγματα τότε. Έβλεπα πολλά ντοκιμαντέρ όταν ήμουν παιδί. Στην τηλεόραση κυρίως αλλά και στο διαδίκτυο που σταδιακά άνθιζε. Ξεφύλλιζα λευκώματα με ιστορικά γεγονότα ή φωτογραφίες από τους πολιτισμούς του κόσμου. Προτιμούσα μάλλον την εικόνα περισσότερο από τις τυπωμένες λέξεις.
Την πρώτη μου επαφή με την ποίηση την θυμάμαι. Και εννοώ πραγματική επαφή, όχι αυτά που υποχρεωτικά διδάσκονται στα σχολεία. Ήταν ένα βιβλίο με τα ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Έτσι ξεκίνησα να διαβάζω ποίηση. Από τον Λαπαθιώτη οδηγήθηκα μοιραία στον Καρυωτάκη και τους άλλους ποιητές του μεσοπολέμου. Έπειτα αναζήτησα αυτούς που οι Έλληνες μεσοπολεμικοί μετέφραζαν. Έμαθα για τον Μπωντλαίρ. Ένας φίλος, που δεν ζει πια, μου μίλησε για τον Ρεμπώ και τον Βερλαίν, για τα έργα του Λωτρεαμόν. Ο Καβάφης ήρθε αργότερα.
Όταν συνειδητοποίησα ότι η γραφή είναι ένα καταφύγιο. Μια απόδραση από τις οδυνηρές πτυχές της ζωής και του κόσμου. Κάπου στην εφηβεία αποπειράθηκα να γράψω για πρώτη φορά στίχους. Ήταν και η πρώτη φορά που έβλεπα μπροστά μου το αδιέξοδο. Εκείνα τα γραπτά είχαν τις αδυναμίες του πρωτόλειου, αλλά έκρυβαν μέσα τους μια αλήθεια, μια ανυπόκριτη στάση απέναντι στα πράγματα. Αυτό προσπάθησα να διατηρήσω από τότε σε ό,τι έγραφα και γράφω.
Η πρώτη δημοσίευση έγινε με την μορφή βιβλίου. Επέλεξα μερικά ποιήματά μου και τα έδωσα στον Γιώργο Χρονά. Μετά από λίγο καιρό κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Οδός Πανός με τον τίτλο «Τοπία της νύχτας». Την ίδια περίοδο εκδόθηκε και το «Τελευταίο δειλινό», μια αποτύπωση σε στίχους των σκέψεων ενός ποιητή που από κάποιο προάστιο ταξιδεύει στο κέντρο της πόλης για να αντικρίσει τον θάνατο. Το μικρό αυτό βιβλίο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΣΙΓΑΡΕΤΑ, που είναι οι θυγατρικές της Οδού Πανός.
Από τότε που κυκλοφόρησαν τα πρώτα μου βιβλία, πέρα από ποιήματα έγραψα και ποικίλα πεζά, αφηγήματα και άλλα κείμενα, όπως και αρκετά χαϊκού. Έτσι, τα βιβλία που ακολούθησαν αποτέλεσαν συλλογές με ποιήματα, πεζά και χαϊκού σε συνδυασμό. Αποφάσισα να συγκεντρώσω σε έναν τόμο μία επιλογή που να περιέχει αποκλειστικά ποιήματα, από τα βιβλία που είχαν εκδοθεί μέχρι τότε. Και έτσι προέκυψε η συλλογή που αναφέρατε. Στο βιβλίο αυτό δεν περιέλαβα ποιήματα πολύ μικρής έκτασης ή αυτοτελείς, «σπονδυλωτές» ποιητικές συνθέσεις.
Η ποίηση είναι θεωρώ η κατεξοχήν μορφή έκφρασης του ψυχικού κόσμου. Κάθε τέχνη αποτυπώνει την ψυχή του δημιουργού και κάθε τέχνη εμπεριέχει την ποίηση ή ανάγεται σε αυτή. Εξαιτίας δε της εγγενούς αμεσότητας που διακρίνει την ποιητική δημιουργία, αυτή προϋποθέτει, εκτός από ταλέντο και τριβή, και ξεχωριστά εσωτερικά βιώματα – άρα και μια διαφορετική αντίληψη της εμπειρίας μέσα στον κόσμο. Οι στίχοι που επιλέξατε δεν είναι τυχαίοι. Η πραγματική ποίηση γράφεται μονάχα όταν κανείς βρεθεί στα όρια, σε εκείνες τις στιγμές ακραίας έντασης, όταν κάθε βεβαιότητα καταπίπτει, όταν οι προοπτικές για το μέλλον μηδενίζονται. Στην συντριβή και την απομόνωση, που γεννούν σπαραγμό ψυχής. Εκεί γεννιέται η ποίηση.
Ίσως, σε κάποια περασμένη εποχή, να ήταν σε ένα βαθμό. Όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι σήμερα. Και δεν μπορεί διότι πολύ απλά δεν υφίσταται πλέον κοινωνία, με την αυθεντική τουλάχιστον σημασία της λέξης. Αυτό που υπάρχει στον καιρό μας είναι ένα σύνολο αποξενωμένων, αλλοτριωμένων ατόμων που έχουν χάσει κάθε επαφή με τον οργανικό χαρακτήρα της ζωής. Δεν ζουν, μονάχα επιβιώνουν, μέσα σε ένα πλαίσιο που τους έχει αποστερήσει τα πιο θεμελιώδη ψυχικά και πνευματικά ερεθίσματα, και με δική τους ευθύνη – διότι το πλαίσιο αυτό το αποδέχονται και το συντηρούν. Τουλάχιστον οι περισσότεροι, η συντριπτική πλειοψηφία. Υπό αυτές τις συνθήκες, πώς και σε τι να παρέμβει ο ποιητής, αλλά και κάθε καλλιτέχνης, με το έργο του; Σε μια εποχή που τα πάντα κρίνονται με βάση το ποσοτικό, οικονομικό τους αντίκρισμα, την παραγωγή και την κατανάλωση, το θέαμα, σε μια τέτοια εποχή η ποίηση δεν θα μπορούσε παρά να είναι εξόριστη, ή μάλλον αυτοεξόριστη.
Η ποίηση είχε και πιστεύω πως θα έχει πάντα το κοινό της, που είναι φανατικό. Επειδή από την φύση της αποτελεί ένα ψυχικό καταφύγιο, ολοένα και περισσότεροι θα στρέφονται σε αυτήν, αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα επιφανειακή αλλά και συντριπτική για τον άνθρωπο. Επίσης στην Ελλάδα είχαμε την τύχη ιστορικά να διαθέτουμε σημαντικούς ποιητές, με έργο πράγματι πλούσιο, και ως εκ τούτου το κοινό είναι εξοικειωμένο σε μεγάλο βαθμό με τις λεπτές αποχρώσεις της ποιητικής τέχνης. Οι Έλληνες διαβάζουν ποίηση γιατί την αισθάνονται οικεία.
Δεν πιστεύω ότι το βιβλίο και η τυπογραφία θα υποκατασταθούν από αναρτήσεις σε ένα άυλο σύμπαν. Αυτό δεν σημαίνει πως η δραστηριότητα όσων γράφουν στίχους ή ποιήματα και τα ανεβάζουν στο διαδίκτυο είναι άσκοπη ή άκαρπη – το αντίθετο μάλιστα. Μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα γόνιμη. Όμως το βιβλίο θα παραμείνει το κυρίαρχο μέσο σε όλη αυτή την αλληλεπίδραση. Άλλωστε, οι περισσότεροι συγγραφείς που αναρτούν ποιήματα ή κείμενά τους, μετέπειτα τα εκδίδουν σε βιβλία, αλλά και αντίστροφα, πολλά από τα ποιήματα και τα κείμενα που αναρτώνται, έχουν πρώτα δημοσιευθεί σε έντυπη μορφή.
Θεωρώ πως ναι. Και δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει σύντομα αυτό.
Δεν έχω έναν, αλλά πολλούς. Αγαπώ τους ποιητές για δύο λόγους: για το έργο τους και για την ζωή τους. Αυτά είναι στενά συνδεδεμένα. Μου αρέσουν οι καταραμένοι ποιητές, ξεκινώντας από τον Βιγιόν. Ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ και ο Λωτρεαμόν που με διαμόρφωσαν. Ο Καβάφης και οι Έλληνες μεσοπολεμικοί, ο Λαπαθιώτης, ο Παπανικολάου και ο Καρυωτάκης. Εκτιμώ βαθιά τον Ρίτσο, τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου. Και τον δάσκαλό μου στην τέχνη, Γιώργο Χρονά.
«Πού βαδίζουμε μέσα σ’ αυτό το χαμό / μέσα στη νύχτα». Είναι του Ασλάνογλου.
