«Επί του παρόντος, η καλύτερη πρόβλεψη για το ύψος ενός παιδιού προκύπτει από το μέσο ύψος των δύο βιολογικών γονέων του, χρησιμοποιώντας ωστόσο τα νέα δεδομένα, οι παιδίατροι θα μπορούν να προχωρούν σε βεβαιότερες εκτιμήσεις. Αυτό θα καθησυχάσει τους γονείς σχετικά με το αν τα παιδιά μεγαλώνουν κατά πώς προβλέπεται από τα γονίδιά τους ή αν υπάρχουν ενδεχομένως ζητήματα που χρήζουν ιατρικής διερεύνησης ώστε να εντοπιστούν νωρίτερα», συμπλήρωσε ο κ. Yengo.
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι τα ευρήματά τους ενδεχομένως να επιστρέψουν στους γιατρούς να εντοπίσουν όσους δεν μπορούν να φτάσουν το γενετικά προβλεπόμενο ύψος τους, συμβάλλοντας κατ’ επέκταση στη διάγνωση εμπλεκόμενων κρυφών ασθενειών ή καταστάσεων που εμποδίζουν την ανάπτυξή τους ή επηρεάζουν την υγεία τους. Ισχυρίζονται επιπλέον ότι τα ευρήματά τους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε αστυνομικές έρευνες για την πρόβλεψη του ύψους από το δείγμα DNA ενός υπόπτου στον τόπο του εγκλήματος.
Η ομάδα σχεδιάζει να συνεχίσει την έρευνά της, εντοπίζοντας τους άλλους γενετικούς παράγοντες που καθορίζουν το ύψος.
Πάνω από 1 εκατομμύριο άτομα μη ευρωπαϊκής καταγωγής χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυσή τους.
«Υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός παγκόσμιων πρωτοβουλιών για τη συλλογή πιο διαφορετικών γενετικών δεδομένων, επειδή είναι κρίσιμο να διευρυνθεί το όφελος των γενετικών μελετών σε όλους τους πληθυσμούς», είπε ο Yengo. Πρόσθεσε ωστόσο πως «ίσως χρειαστούν τουλάχιστον 20 εκατ. δείγματα για να ολοκληρωθεί αυτή η ηράκλεια προσπάθεια».