O Πέτρος Kυρίμης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε σκηνοθεσία τηλεόρασης και φωτογραφία, αλλά δεν ασχολήθηκε ποτέ επαγγελματικά με αυτά. Άρχισε να γράφει από πολύ νέος• στίχους για τραγούδια και ποίηση και, αργότερα, διηγήματα, θέατρο για παιδιά, νουβέλες, μυθιστορήματα. Έγραψε επίσης σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Για την ξεχωριστή προσφορά του στον χώρο της τέχνης, τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Βούπερταλ. Στη Γερμανία εργάστηκε για τρία χρόνια ως διευθυντής προγράμματος στο πανευρωπαϊκό ελληνικό ραδιόφωνο «Το Πρώτο» και ως αρχισυντάκτης της εφημερίδας Ταχυδρόμος, η οποία διανέμεται σε όλη τη Γερμανία. Από το 2006 έως το 2008 αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα. Σήμερα ζει μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας. Το μυθιστόρημά του Κάποτε στον Πειραιά, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος, έδωσε την αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί.
Γεννήθηκα στο Μοσχάτο, αλλά από εφτά χρονών έζησα στον Πειραιά. Εκεί πήγα Δημοτικό και Γυμνάσιο. Έπαιξα ποδόσφαιρο στον Εθνικό Πειραιώς. Η γειτονιά μου, περιοχή Βρυώνη, ανάμεσα Φρεαττύδα-Πασαλιμάνι-Πειραϊκή. Τρεις δρόμους πιο κάτω από τη μεριά του λιμανιού άρχιζε η Τρούμπα. Ο τόπος όπου μεγαλώνουμε επηρεάζει τα πάντα, προπαντός στη μέσα και στην έξω συμπεριφορά μας. Εμένα εκείνος ο Πειραιάς με σημάδεψε.
Όταν μεγαλώνουμε, η μνήμη γυρνάει με οδυνηρό τρόπο στο παρελθόν. Η μνήμη εμπεριέχει πόνο και ίσως είναι αυτός ο λόγος που το Κάποτε στον Πειραιά είναι ένα μυθιστόρημα σχεδόν τραγικό. Ήρθε η ώρα να περιγράψω εκείνα τα χρόνια που ο Πειραιάς ήταν μια κολυμπήθρα του Σιλωάμ για ντόπιους και ξένους.
Οι μικροί φίλοι μεγαλώνουν και κάνουν όνειρα. Οι Μοίρες κάνουν τα δικά τους. Αιώνες τώρα. Πιστεύω ότι η πορεία των ανθρώπων είναι στα χέρια τους. Από τη στιγμή που γεννιούνται.
Όποιος διαβάσει το βιβλίο θα δει ότι κανένας από τους τέσσερις φίλους, εκτός ίσως από τον πέμπτο, τον Βασιλάκη, δεν είναι από σπίτι με γονείς να τους καθοδηγούν και να τους έχουν σε μια επιτήρηση, ας πούμε. Είναι παιδιά του βαθέος Πειραιώς, που η δύναμή τους ήταν οι φίλοι, η παρέα και το όνειρο να μπαρκάρουν όλοι τους σε ένα καράβι. Κάτι συνηθισμένο στον τότε Πειραιά.
Καμιά σχέση με το σήμερα, παρ’ όλα αυτά ο Πειραιάς κρατάει κάτι το ξεχωριστό. Είναι η θάλασσα και οι φίλοι και γνωστοί που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ με τη θέλησή τους. Ο Πειραιάς δεν απλώθηκε, παρέμεινε μέχρι σήμερα γειτονιά.
Ο Λουκάς και η Ελένη καταφέρνουν να νικήσουν τη μοίρα τους μέσα από έναν μεγάλο έρωτα. Αυτό είναι που βασικά ήθελα να δείξω.
Γιατί το διαβάζει σωστά. Ένας εύκολος αναγνώστης δεν θα καθηλωθεί. Ίσως και να το αφήσει από τις πρώτες σελίδες. Εκείνος που κατέχει την τέχνη της ανάγνωσης (μέγα ζήτημα στις μέρες μας), θα αναγνωρίσει τους χαρακτήρες και θα συμπάσχει μαζί τους.
Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει για τον λόγο πως είναι αληθινό. Δεν προσπαθεί να ξεγελάσει τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας, πριν ακόμα αρχίσει, πρέπει να γνωρίζει καλά αυτά που θέλει να περιγράψει. Αυτό καθορίζει και τη σχέση του με τον αναγνώστη. Πρέπει να είναι μια έντιμη συναλλαγή.
Αυτό ακριβώς το δίλημμα είναι και ένα μέρος της επιτυχίας ενός μυθιστορήματος. Πολλοί Πειραιώτες που διάβασαν το βιβλίο όταν με συνάντησαν με ρωτούσαν αν ο Λουκάς δεν έμενε γωνία Πραξιτέλους και Αφεντούλη ή αν ο Αντώνης ο Τσίχλας λίγο πιο κάτω σε ένα υπόγειο. Ο Ελία Καζάν είναι ένα εύρημα της στιγμής, ίσως γιατί θα μπορούσε να το έχει γράψει κι αυτός.
Ναι, ίσως γιατί είναι απόσταγμα μιας συγγραφικής πορείας χρόνων. Από την Καρδιά του κότσυφα το ’95 κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Έζησα πολλά χρόνια εκεί. Προσπάθησα σαν κάποιος που πάει να κάνει μπάνιο σε ακάθαρτη θάλασσα και με χέρια και πόδια καθαρίζει τα σκουπίδια γύρω του για να κολυμπήσει. Στην πλειοψηφία τους, οι Έλληνες μετανάστες πήγαν εκεί για να δουλέψουν κι όχι να φτιάξουν την κουλτούρα τους. Κατάφερα μέσα από εκδηλώσεις, συναυλίες και παρουσιάσεις βιβλίων μερικά από τα παιδιά της δεύτερης γενιάς να ενδιαφερθούν. Σήμερα μερικοί από αυτούς γράφουν ποίηση και λογοτεχνία. Με προσφορές από Έλληνες εκδότες έφτιαξα βιβλιοθήκες στα ελληνικά σχολεία. Και φυσικά μέσα από το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες έκανα ό,τι άλλο μπορούσα. Νομίζω ότι κάτι κατάφερα να αλλάξει.
Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Δεν υπήρξαν πολλές. Τρεις ή τέσσερις. Πριν από το ’81, οι Έλληνες μετανάστες ήταν σχεδόν ενάμισι εκατομμύριο. Μετά έγινε η γνωστή παλινόρθωση με τον Αντρέα Παπανδρέου. Πούλησαν τα μαγαζιά τους σε Τούρκους και τον ακολούθησαν στην Ελλάδα και έγιναν… δημόσιοι υπάλληλοι. Τώρα οι Έλληνες της Γερμανίας δεν ξεπερνούν τις 350 χιλιάδες.
Τι να σας πω. «Δημοφιλή» ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία στη Γερμανία είναι μεγάλη λέξη. Στην καλύτερη περίπτωση να έχουν διαβάσει Καζαντζάκη ή λίγους ακόμα από τη Γενιά του ’30.
Όπως ένα παιδί που έχασε τη μάνα του κι αναγκάστηκε να έχει μητριά. Όχι πάντα κακιά, όπως της Σταχτοπούτας.
Το Ιερό του Φόκνερ.
Διαβάζετε, γιατί χανόμαστε. Και εσείς και εμείς.