Η Λουκία Δέρβη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Έχει εκδώσει δυο συλλογές διηγημάτων, μια νουβέλα και ένα μυθιστόρημα. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, σουηδικά, πολωνικά και ρουμανικά.
Το πρώτο (δανεικό) βιβλίο που με μάγεψε ήταν ο «Χωκ Φιν» του Τουαίν και οι τάσεις φυγής του. Ξεκίνησα διαβάζοντας ποίηση (Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσο, Ταγκόρ, Γκιμπράν), συνέχισα διαβάζοντας ξένους κλασικούς (Φλωμπέρ, Μπαλζάκ, Μολιέρο, Καμύ, Ντοστογιέφσκι), έλληνες κλασικούς (Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη, Ροΐδη, Μητσάκη) και αποκεί και πέρα όποιο καλό βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου.
Δεν νομίζω ότι μπορώ να απαντήσω ειλικρινά σ’ αυτήν την ερώτηση. Θεωρώ ότι όλα τα βιβλία που έχω μελετήσει με έχουν καθορίσει ως πεζογράφο. Ακόμα και βιβλία που στο σύνολό τους δεν τα θαύμασα είχαν κάτι να με διδάξουν. Νομίζω, μάλιστα, πως το μεγαλύτερο σχολείο για έναν συγγραφέα είναι πάντα το διάβασμα, οπουδήποτε κι αν έχει φτάσει, όσους στόχους κι αν έχει κατακτήσει γράφοντας. Στο γράψιμο ο στόχος μετακινείται διαρκώς από βιβλίο σε βιβλίο. Κάθε καινούργιο βιβλίο είναι μια καινούργια αναμέτρηση με τις δυνάμεις μας.
Γράφω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Σκέψεις, γράμματα ατελείωτα, άθλια ποιήματα, εκθέσεις δικής μου έμπνευσης, άρθρα. Ξεκίνησα όμως να γράφω διηγήματα με σκοπό να τα εκδώσω όταν ήμουν τριάντα χρονών.
Η αφορμή, ο «σπόρος» του βιβλίου ήταν η συμπρωταγωνίστρια της ιστορίας, η Θέκλα. Η Θέκλα είναι μια γυναίκα που είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Την εποχή που έγραφα διάβασα με έκπληξη στην εφημερίδα πως μία στις τρεις γυναίκες παγκοσμίως πέφτει θύμα ενδοοικογενειακής βίας παγκοσμίως. Πρέπει πάντως εδώ να προσθέσω πως αυτό δεν είναι το θέμα του βιβλίου. Είναι ένα από τα θέματα που πραγματεύομαι στο μυθιστόρημα, είναι δηλαδή μια πινελιά ρεαλισμού σε έναν πολυσύνθετο χαρακτήρα μιας γυναίκας, της Θέκλας εν προκειμένω. Έγραψα το «Θέα Ακρόπολη» για να ζωντανέψω την ατμόσφαιρα ενός πολυτελούς ξενοδοχείου και να ρίξω φως στα παρασκήνια αυτού του μαγικού κόσμου, του θεάτρου που είναι ουσιαστικά ένα τέτοιας τάξης ξενοδοχείο. Και να ζωντανέψω επίσης τους ηθοποιούς της παράστασης, τους ανώνυμους υπαλλήλους, την καθημερινότητά τους, την τόσο διαφορετική από τους επώνυμους και μη πελάτες. Μόνο σ’ ένα τέτοιο ξενοδοχείο η ένωση των δύο αυτών κόσμων θα ήταν δυνατή. Ο Μάκης Ιγγλέσης, ο κεντρικός ήρωας, είναι ένας σαραντάχρονος ρεσεψιονίστ που έχει μόλις χάσει τη μητέρα του, γεγονός που τον απελευθερώνει με έναν τρόπο. Και κοιτάζει να κάνει μια καινούργια αρχή. Τη δική του πορεία προς την εκπλήρωση του στόχου του παρακολουθούμε.
Θέμα όχι. Κλίμα ναι. Και φυσικά κρυμμένα μυστικά υπάρχουν σε όλους τους εργασιακούς χώρους.
Η επιλογή ήταν σχεδόν υποχρεωτική αφού το «Athens Excelsior» είναι το πολυτελέστερο ξενοδοχείο της πόλης στην πλατεία Συντάγματος, με θέα προς την Ακρόπολη, κάτι που προσφέρει στους πελάτες του εξίσου με την πολυτελή διαμονή.
Όποιος γράφει μυθιστορήματα την πραγματικότητα με τη φαντασία συνδυάζει. Κατασκευάζεις με τη φαντασία σου μια πραγματικότητα που υπάρχει μόνο στο κείμενό σου, αλλά πρέπει να πείσει τον αναγνώστη ότι υπάρχει και έξω από αυτό.
Ασφαλώς, ξενοδοχεία σαν το «Athens Excelsior» του «Θέα Ακρόπολη» το «πουλάνε» και αυτό. Οι διάσημοι πελάτες που έχουν μείνει στο ξενοδοχείο το καθιστούν επιθυμητό και ονειρεμένο για κάποιους.
Το διήγημα είναι ένα στιγμιότυπο, το μυθιστόρημα μπορεί να περιγράφει μια ολόκληρη ζωή. Κάθε είδος έχει τις χάρες του και τις δυσκολίες του. Και το καθένα από αυτά έχει, ας πούμε, και τα θέματα που μπορεί να διαχειριστεί η φόρμα του.
Μα ναι, δεν νοείται για μένα συγγραφέας που δεν διαβάζει. Σε μια τέχνη διαρκώς μαθητεύει κανείς. Και καλύτερος τρόπος για να το κάνει είναι η συνεχής επαφή του με τους ομότεχνους και με τους δασκάλους του.
Όλες οι κριτικές, είτε θετικές είτε αρνητικές, φωτίζουν πλευρές του κειμένου που παραδίδει ο συγγραφέας στο κοινό τις οποίες –πολλές φορές– δεν ήξερε και ο ίδιος πως υπάρχουν. Υπό αυτήν την έννοια, όλες οι κριτικές είναι χρήσιμες, γιατί στον απόηχο της έκδοσης ενός βιβλίου, οι απόψεις και οι κριτικές βοηθάνε τον συγγραφέα να έχει μια πιο σφαιρική άποψη της εντύπωσης που προκαλούν τα βιβλία του.
Βεβαίως ασχολούμαι, πώς να γίνει αλλιώς; Τα έγκυρα ηλεκτρονικά περιοδικά τείνουν να αντικαταστήσουν σήμερα σε μεγάλο βαθμό –αν και όχι εντελώς– τα παλιότερα έντυπα. Φυσικά αν θέλει κανείς να κάνει μια αποδελτίωση της λογοτεχνικής παραγωγής, πιο πρόσφορα εξακολουθούν να είναι τα έντυπα. Αλλά και τα έγκυρα ηλεκτρονικά μεταφέρουν στον σύγχρονο αναγνώστη (με μεγαλύτερη ταχύτητα) τις «αντιδράσεις» της κριτικής, της φιλολογίας και του κοινού στα τεκταινόμενα στον χώρο της λογοτεχνίας αλλά και πολλών άλλων τεχνών.
Το «Μέρες δίχως τέλος» του Σεμπάστιαν Μπάρι. Το θέμα, η γλώσσα, οι χαρακτήρες όλα λειτούργησαν τόσο τέλεια που ακόμα πιάνω τον εαυτό μου να ταξιδεύει στις σελίδες του.
Τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ! Θα είχα πολλά να τον ρωτήσω.