Η έκταση της «φούσκας» γίνεται αντιληπτή αν κάποιος αθροίσει τα έργα που βρίσκονται σε λειτουργία ή εν αναμονή ηλέκτρισης στο δίκτυο, δηλαδή τα 16 GW, με τα επιπλέον 15 GW ώριμων πάρκων με όρους σύνδεσης και τα οποία σε μεγάλο βαθμό θα κατασκευαστούν. Σύνολο 31 GW.
Αθροίζοντας σε αυτά, τα 47 GW της «ουράς» του ΑΔΜΗΕ, τα φωτοβολταϊκά στη στέγη και τον προγραμματισμό για υπεράκτια αιολικά, προκύπτει το εξωπραγματικό νούμερο των πάνω από 80 GW.
Ένα τέτοιο πράσινο δυναμικό αντιστοιχεί σε 3,5 φορές τις ανάγκες του συστήματος σε έργα ΑΠΕ για το 2030 (24,5 GW, ΕΣΕΚ). Ξεπερνά τον στόχο ακόμη και του 2050. Αυτά όλα τα έργα μαζί, στο θεωρητικό σενάριο που θα γίνουν, αντιστοιχούν σε ετήσια παραγωγή ενέργειας γύρω στις 70 TWh, όταν η κατανάλωση παραμένει εδώ και χρόνια καθηλωμένη στις 49,5 TWh. Αρκούν για να καλύψουν ένα σημαντικό κομμάτι της πράσινης ενέργειας που χρειάζεται μια χώρα με ισχυρή βιομηχανία, όπως η Γερμανία των 85 εκατομμυρίων, όπου η παραγωγή από ΑΠΕ έφτασε πέρυσι τις 263 TWh και όχι κάποια σαν την Ελλάδα, όπου η μέση ζήτηση για ρεύμα κινείται στα 6 GW και η μέγιστη στα 10 GW -κι αυτό μόνο στις ώρες αιχμής, που είναι λιγοστές.
Ασφαλώς και θα γίνουν πολύ λιγότερα έργα από τα παραπάνω. Το θέμα είναι η δυσκολία της αγοράς να το αποδεχτεί, κάτι που φαίνεται να γίνεται αντιληπτό σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, όπου οι επενδυτές τραβούν το πόδι από το γκάζι.
Μόνο φέτος η Ελλάδα πρόσθεσε 2,9 GW φωτοβολταϊκών, όταν η περυσινή προσθήκη δεν υπερέβαινε το 1,6 GW. Αυξήθηκαν δηλαδή τα νέα έργα μέσα σε μια χρονιά κατά 82% (!), με τις εκτιμήσεις να θέλουν τη συνολική εγκατεστημένη ισχύ του χώρου να ξεπερνά τα 10 GW και τους στόχους του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα να επιτυγχάνονται πολύ νωρίτερα, ίσως και το 2026, τέσσερα χρόνια πριν το 2030.
Σύμφωνα με όσα έχει εκτιμήσει ο ίδιος ο αρμόδιος υπουργός Θ. Σκυλακάκης, του χρόνου θα διαθέτουμε συνολικά περίπου 16 GW έργων ΑΠΕ.