Παρουσιάστηκε χθες, 26 Φεβρουαρίου 2024, από την ΕΣΕΕ η Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2023, η οποία υπογραμμίζει το σημαντικό ρόλο του κλάδου στην ελληνική οικονομία τόσο σε όρους απασχόλησης, όσο και Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας. Η Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2023 χαρτογραφεί τους μετασχηματισμούς που υφίσταται το οικοσύστημα του εμπορίου παρουσιάζοντας τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι εμπορικές επιχειρήσεις.
H Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου για το 2023 επιβεβαιώνει, για ένα ακόμα έτος, ότι ο κλάδος του εμπορίου με κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 169,4 δισ. ευρώ, και στον οποίο δραστηριοποιούνται περισσότερες από 227.000 επιχειρήσεις, αποτελεί και τον μεγαλύτερο εργοδότη της ελληνικής οικονομίας απασχολώντας 700.000 άτομα. Όμως, η απασχόληση για το 2023 καταγράφει μείωση κατά 3,5%, σε σχέση με το 2022 η οποία οφείλεται στη μείωση των θέσεων εργασίας σε όλους τους επιμέρους κλάδους, με την υψηλότερη να καταγράφεται στον κλάδο των αυτοκινήτων (19,4%). Βέβαια, στο λιανικό εμπόριο καταγράφεται τόνωση της μισθωτής απασχόλησης (2,5% σε σχέση με το 2022). Η αύξηση του (ΔΚΕ) στο λιανικό εμπόριο (3,2%) καταγράφει μια κόπωση η οποία οφείλεται, εν πολλοίς, στην πληθωριστική κλιμάκωση.
Η συρρίκνωση στον κλάδο του εμπορίου επηρεάζει αρνητικά τις επιδόσεις των μικρότερων επιχειρήσεων οι οποίες μοιάζουν παγιδευμένες σε μια κατάσταση «εγκλωβισμού στασιμότητας». Όπως προκύπτει από την πρωτογενή έρευνα του ΙΝΕΜΥ, οι μικρότερες επιχειρήσεις, που αποτελούν και την συντριπτική πλειονότητα των εμπορικών επιχειρήσεων, μπορεί μεν να επιδεικνύουν μια σημαντική ανθεκτικότητα ωστόσο μοιάζουν να είναι εγκλωβισμένες στις χαμηλές επιδόσεις των επάλληλων κρίσεων.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ετήσιας Έκθεσης, οι κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εμπορικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να είναι: α) η διαχείριση των ανατιμήσεων (6 στα 7), β) οι οικονομικές υποχρεώσεις (5,9 στα 7) και γ) η ρευστότητα (5,2 στα 7). Η ενεργειακή κρίση επιδρά αρνητικά στη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων καθώς για το 85,7% των εμπορικών επιχειρήσεων ο κύκλος εργασιών έχει επηρεαστεί αρνητικά από τις ανατιμήσεις στο κόστος ενέργειας ενώ το 23% των εμπορικών επιχειρήσεων αντιμετωπίζουν αυξήσεις της τάξης 21-30% στο ενεργειακό κόστος. Η στασιμότητα των επιδόσεων, σε συνδυασμό με την πληθωριστική κλιμάκωση εξωθούν τις εμπορικές επιχειρήσεις να δώσουν προτεραιότητα στην βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα και όχι στον μακροπρόθεσμο δίδυμο μετασχηματισμό τους.
Την επιστημονική παρουσίαση της ΕΕΕΕ - 2023 έκαναν οι: Δρ. Χαράλαμπος Αράχωβας, Οικονομολόγος - Συντονιστής Τμήματος Οικονομικής Ανάλυσης ΕΣΕΕ, Δρ. Μανόλης Μανιούδης, Οικονομικός αναλυτής ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ.
Ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ κύριος Γιώργος Καρανίκας τόνισε: «Τα αποτελέσματα της ΕΕΕΕ-2023 αναδεικνύουν, για μια ακόμα φορά, τον κεντρικό ρόλο του κλάδου του εμπορίου στην ελληνική οικονομία. Ιδιαίτερη θέση συνεχίζουν να κατέχουν οι μικρές εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες μετά τις επάλληλες κρίσεις φαίνονται πως είναι εγκλωβισμένες σε μια «κατάσταση στασιμότητας». Πλέον, το κόστος του ψηφιακού μετασχηματισμού και της πράσινης μετάβασης δεν αξιολογείται ως πρόκληση πρώτης προτεραιότητας καθώς τα εμπόδια του οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος εξωθούν τις επιχειρήσεις να εστιάσουν στην βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα τους και όχι στον μακροπρόθεσμο, αλλά αναγκαίο, μετασχηματισμό τους. Ο πολύπλευρος χαρακτήρας των ευρημάτων της Έκθεσης θα διερευνηθεί περαιτέρω και μέσα από το κορυφαίο Συνέδριο της ΕΣΕΕ «Future of Retail»τον ερχόμενο Απρίλιο».
Ακολούθησε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση επί των ευρημάτων της Έκθεσης την οποία συντόνισε η κα Βάλια Αρανίτου, Επιστημονική Διευθύντρια, ΙΝΕΜΥ- ΕΣΕΕ, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη συζήτηση συμμετείχαν η κα Λένα Τσιπούρη, ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και οι κ.κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας, Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, και Λόης Λαμπριανίδης, Καθηγητής (αφ.) ΠΑ.ΜΑΚ. και π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης.
Η κυρία Τσιπούρη εστίασε στο πρόβλημα της απασχόλησης, τονίζοντας ότι είναι διεθνές και άμεσα συνδεδεμένο με τη ψηφιακή μετάβαση και πως θα πρέπει να γίνει επανεκπαίδευση των απασχολουμένων στο λιανικό εμπόριο. Επίσης, ανέφερε ότι δεν προσφέρεται το περιθώριο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να επικεντρωθούν σε σημαντικά θέματα (π.χ. πράσινη μετάβαση) γιατί είναι αφοσιωμένοι σε καθημερινά και πιο άμεσα προβλήματα. Επιπροσθέτως, τόνισε ότι η πολιτεία θα πρέπει να βοηθήσει στη ψηφιακή μετάβαση με χρηματοδοτικά εργαλεία.
Ο κύριος Λαμπριανίδης τόνισε πως παρά τα θετικά στοιχεία των οικονομικών μεγεθών, όπως για παράδειγμα η αύξηση του κατώτατου μισθού, η μείωση της ανεργίας καθώς και η επενδυτική βαθμίδα, η οικονομία δεν είναι ανθηρή. Υποστήριξε, δε, πως αν η χώρα δε μεταβάλει το αναπτυξιακό υπόδειγμα, το εμπόριο δε μπορεί να εξελιχθεί. Υπογράμμισε ότι οι πολιτικές που ασκούνται είναι καθοριστικές και στόχο πρέπει να έχουν την καταπολέμηση των καρτέλ και των ολιγοπωλιακών πολιτικών.
Ο Λιαργκόβας σημείωσε ότι η αγορά εργασίας έχει σοβαρό πρόβλημα λόγω ψηφιακής μετάβασης, καθώς δε βρίσκεται εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό κυρίως στον ιδιωτικό τομέα όπου οι οικονομικοί δείκτες είναι πολύ χαμηλοί (σε χαμηλότερα επίπεδα από του δημοσίου). Επίσης, τόνισε πως η πράσινη μετάβαση έχει μεγάλο κόστος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα χρηματοδοτικά εργαλεία που προσφέρονται δεν είναι επαρκή. Τέλος, ανέφερε ότι απαιτούνται δομές και μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα ενισχύσουν τον διαρθρωτικό τομέα, ενώ ολοκλήρωσε λέγοντας ότι χρειαζόμαστε ακριβότερη μισθωτή εργασία, η οποία θα βασίζεται στην παραγωγή, στις επενδύσεις και στο εμπόριο.
H κα Αρανίτου δήλωσε ότι με μεγάλη της χαρά διαπιστώνει την αποδοχή της Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου από τη κοινωνία και τους θεσμικούς φορείς. Τα ευρήματα της φετινής ετήσιας έκθεσης κρούουν ένα «καμπανάκι κινδύνου» αναφορικά με τη συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας σε μεγάλες επιχειρήσεις και σε επιμέρους τομείς του κλάδου, με τις προτεραιότητες των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων να επικεντρώνονται στη βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα και όχι στον μακροχρόνιο μετασχηματισμό. Η εξέλιξη αυτή διευρύνει την απόσταση μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων επιχειρήσεων και προκαλεί ανησυχία σχετικά με την ομαλή συμβίωση τους. Τα παραπάνω εντείνουν τις ανησυχίες για το μέλλον του λιανικού εμπορίου το οποίο περιλαμβάνει κυρίως πολύ μικρές και μικρές εμπορικές επιχειρήσεις.