Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής» στο οποίο περιλαμβάνεται η τεκμαρτή φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών και ευρύτερα των ατομικών επιχειρήσεων, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ακόμα εισπρακτικό μέτρο. Έρχεται, μάλιστα, σε μια περίοδο που τα δημόσια έσοδα αυξάνονται ενώ η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώνεται λόγω της συνεχώς αυξανόμενης ακρίβειας και του πληθωρισμού «απληστίας».
Το παράδοξο είναι πως σε μια ελεύθερη οικονομία, μια φιλελεύθερη κυβέρνηση έρχεται να ορίσει ποιο είναι το ελάχιστο εισόδημα που πρέπει να έχει μια επιχείρηση, παραθέτοντας στοιχεία που ακροβατούν μεταξύ μέσων όρων και περιπτωσιολογίας. Όταν, μάλιστα, όλοι ανεξαιρέτως υπόκεινται στα γνωστά τεκμήρια διαβίωσης. Με βασικό επιχείρημα την φοροδιαφυγή στοχοποιούνται ακόμα μια φορά οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που έχουν τόσο ταλαιπωρηθεί από τις αλλεπάλληλες κρίσεις και διαχρονικά βρίσκονται στο περιθώριο των δημόσιων πολιτικών.
Προφανώς, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει φοροδιαφυγή. Ωστόσο, είναι παραπλανητικό αυτή να αποδίδεται αποκλειστικά στους ελεύθερους επαγγελματίες. Μείζονα ζητήματα, όπως το παρεμπόριο, το λαθρεμπόριο και η αδήλωτη επιχειρηματική δραστηριότητα, παραμένουν, καταδεικνύοντας εκκωφαντικά την αποτυχία του Κράτους να τα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Και βέβαια ούτε λόγος δεν αρθρώνεται για την αντιμετώπιση της νόμιμης φοροαποφυγής και της αισχροκέρδειας. Το νέο φορολογικό σύστημα των ελεύθερων επαγγελματιών που ουσιαστικά καθορίζει ένα οριζόντιο τεκμαρτό εισόδημα, εάν τελικά εφαρμοστεί θα αποτελέσει την ταφόπλακα για χιλιάδες πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το στρώμα αυτό δεν είναι ομοιογενές και η επιβολή ενός ακόμη άδικου οριζόντιου κεφαλικού φόρου θα επιφέρει ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα.
Η Κυβέρνηση δείχνει ότι αγνοεί την πραγματικότητα που βιώνει η πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών, των επιστημόνων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μετά από την υπερδεκαετή οικονομική και κοινωνική κρίση, λόγω μνημονίων, πανδημίας, ενεργειακής κρίσης, ακρίβειας και πληθωρισμού. Αγνοεί τα στοιχεία που η ίδια διαθέτει και τα οποία αποδεικνύουν ότι ένα σημαντικό τμήμα του ενεργού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας, της μεσαίας τάξης αδυνατεί να ανταποκριθεί σε βασικές του υποχρεώσεις, έχει σημαντικές οφειλές προς το Δημόσιο, τις Τράπεζες, τα Ασφαλιστικά Ταμεία και έχει απωλέσει ρυθμίσεις οφειλών με άμεσο κίνδυνο την επιβολή καταδιωκτικών μέτρων εις βάρος του.
Τα στοιχεία των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι αποκαλυπτικά. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου 1 στους 3 ελεύθερους επαγγελματίες έχει τουλάχιστον 1 ληξιπρόθεσμε οφειλή. Πως θα ανταποκριθούν λοιπόν στις νέες φορολογικές τους υποχρεώσεις; Η Κυβέρνηση μάλιστα, προκειμένου να στηρίξει την φοροεισπρακτική της πολιτική, χαρακτηρίζει συλλήβδην όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες ως φοροφυγάδες, ενώ πρόσφατα επέβαλε υπέρογκη αύξηση και στις ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών (σχεδόν 10% από 1/1/2023). Ταυτόχρονα, επιχειρεί να ταυτίσει τους ελεύθερους επαγγελματίες με τους μισθωτούς, ενώ γνωρίζει ότι πρόκειται για διαφορετικές κατηγορίες, όπως έχει κρίνει, άλλωστε, και το ΣτΕ, που δεν έχουν το αφορολόγητο εισόδημα ούτε τις εκπτώσεις και τις απαλλαγές των μισθωτών.
Παράλληλα, για τον προσδιορισμό του τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος χρησιμοποιείται, όχι ο καθαρός φορολογητέος μισθός του μισθωτού αλλά ο μικτός μισθός, συνυπολογιζομένων και των ασφαλιστικών εισφορών.
Περαιτέρω, το τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα προσαυξάνεται αφενός με βάση το χρόνο άσκησης του επαγγέλματος και αφετέρου σωρευτικά με βάση το ετήσιο κόστος μισθοδοσίας και με βάση συντελεστή όταν ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ.
Το τελευταίο έχει ως αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζονται πραγματοποιηθέντα επαγγελματικά έξοδα, μέτρο βαθύτατα αντιαναπτυξιακό και ενισχυτικό της φοροδιαφυγής. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει έναν ουσιαστικό διάλογο μεταξύ όλων των φορέων, με στόχο ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικές συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τις ιδιαιτερότητες κάθε επαγγέλματος και θα έχει ως βάση τη συνεισφορά εκάστου στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις πραγματικές δυνάμεις του και όχι με «τεκμαρτά» απολύτως ανύπαρκτα εισοδήματα.
Προϋποθέτει επίσης καλλιέργεια αισθήματος φορολογικής ανταποδοτικότητας, αντανάκλασης δηλαδή της φορολογικής επιβάρυνσης σε ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος, σε ένα αξιόπιστο Εθνικό Σύστημα Υγείας, σε αξιοπρεπή δημόσια εκπαίδευση, σε επαρκείς υποδομές και υπηρεσίες που επιστρέφουν στον πολίτη και στην επιχείρηση τη συνεισφορά του στα δημόσια έσοδα.
Η Κυβέρνηση επιστρατεύει αναχρονιστικές, άδικες και ισοπεδωτικές μεθόδους καταπολέμησης της φοροδιαφυγής την ίδια στιγμή που επαίρεται ότι έχει στη διάθεσή της νέα εργαλεία ελέγχου (έμμεσες τεχνικές ελέγχου, mydata, σύνδεση ταμειακών μηχανών με Υπουργείο Οικονομικών, εγκατάσταση POS κλπ) ομολογώντας με αυτό τον τρόπο την αποτυχία εφαρμογής τους.
Την ίδια μάλιστα στιγμή που εφαρμόζει αυτήν την φοροεπιδρομή ενάντια στους ελεύθερους επαγγελματίες, τους επιστήμονες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αφήνει στο απυρόβλητο τις εταιρίες που εμφανίζουν ζημιές για πολλά χρόνια, καθώς επίσης και τομείς όπως, επί παραδείγματι, τα καύσιμα, τα τρόφιμα, τα μερίσματα και η συγκέντρωση κεφαλαίου, με το 8% των φορολογικών εσόδων να χάνεται σε κάποιον «φορολογικό παράδεισο».
Η μνημονιακή δεκαετία της υπερφορολόγησης είναι ακόμα νωπή στις μνήμες των ελευθέρων επαγγελματιών, καθώς οι αρνητικές συνέπειες της συνεχίζουν να ταλαιπωρούν ένα σημαντικό κομμάτι αυτών. Και σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να γίνει πλήρως αντιληπτό εκείνο που τα τελευταία χρόνια έχει αποδείξει με τη στάση της η «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή ότι πλέον δεν ξεχνά και δεν συγχωρεί.
Εκφράζουμε την έντονη αντίδρασή μας στα προωθούμενα φορολογικά μέτρα.
Για όλους εμάς το ζήτημα αυτό αποτελεί ζωτικής σημασίας ζήτημα για την ύπαρξή μας και την αξιοπρέπειά μας και ως εκ τούτου είναι αδιαπραγμάτευτο.