Γράφει ο Αντώνης Κολιάτσος*
Στη συνέχεια από την «Καθημερινή» της 13ης Μαρτίου 1941…. Αναδημοσιεύουμε μία από τις πρώτες ανταποκρίσεις από το μέτωπο του πολέμου, του δημοσιογράφου Χρήστου Κολιάτσου, στην οποία, από την περιγραφή των εκεί πολεμικών συμβάντων διακρίνει κανείς όχι μόνο τον δημοσιογραφικό οίστρο του συγγραφέα αλλά και την πατριωτική έξαρση που τον διέπει κατά την σύνταξη του σχετικού τηλεγραφήματος προς την εφημερίδα του. Ακολουθεί η προαναφερθείσα ανταπόκριση, όπως ακριβώς την κατέγραψε το φύλλο της «Καθημερινής»:
«Κάπου εις το Μέτωπον. (Του πολεμικού απεσταλμένου μας). Χθες από βαθείας νυκτός ευρέθην και πάλιν εν μέσω των μαχομένων τμημάτων μας του Κεντρικού Μετώπου, δυνηθείς χάρις εις την ευγενή καλωσύνη του διοικητού μιας εκ των ηρωικωτέρων ανωτέρων μονάδων μας, να παρακολουθήσω εκ του σύνεγγυς την σημερινήν μεγαλειώδη και αφαντάστου ορμητικότητος επίθεσιν του ενδόξου στρατού μας. Μέχρι σήμερον, είχα ευτυχήσει να παρακολουθήσω πολλάς τοιαύτας εξορμήσεις. Η σημερινή, όμως, χειμαρρώδης εξόρμησις ήτο άνευ προηγουμένου.
Το παρατηρητήριον, οπόθεν παρίσταμαι μάρτυς της νέας αυτής εποποιίας των φαντάρων μας, παρέχει σχετικήν τινα προφύλαξιν από την βροχήν των βλημάτων που διαταυρούνται και εκρήγνυνται δαιμοδιωδώς εις απόστασιν ελαχίστων μέτρων γύρω μας. Πυροβόλα όλων των διαμετρημάτων, όλμοι και πολυβόλα βάλλουν διαρκώς και ακαταπαύστως προς όλας τα διευθύνσεις. Η συνεχής λάμψις των εκρήξεων μας τυφλώνει κυριολεκτικώς και ο καπνός μας πνίγει. Νομίζει κανείς ότι δεκάδες ηφαιστείων εξεμούν από τα σπλάγχνα της γης πυρ και σίδηρον. Εις μίαν στιγμήν, οι δαιμοδιώδεις κρότοι και αι εκτυφλωτικαί λάμψεις σταματούν. Πυκνόν και αδιαπέραστον σκότος καλύπτει τους πάντας και τα πάντα. Οι διάφοροι σύνδεσμοι και διαγγελείς, έρποντες ως πραγματικά φαντάσματα μέσα εις το σκότος, φθάνουν εις το παρατηρητήριον προς λήψιν διαταγών. Τα τηλέφωνα ευρίσκονται εις διαρκή κίνησιν. Ο επί του παρατηρητηρίου ανώτερος αξιωματικός, ψύχραιμος και ατάραχος παρακολουθεί την κατάστασιν με το ρολόγι στο χέρι. Ακόμη λίγο και θα ξημερώση.
Μετά σιγήν ολιγόλεπτον, το πυροβολικόν μας αρχίζει και πάλι να κεραυνοβολή με καταπλήσσουσαν σφοδρότητα και ευστοχίαν τας ανθισταμένας, με λύσσαν εχθρικάς γραμμάς. Όλα γύρω μας αστράφτουν και τα βουνά αντιλαλούν και πάλιν από τους μηκυθμούς των κανονιών. Ολίγα λεπτά ακόμη και αι γύρω μας κορυφογραμμαί αρχίζουν να χρυσίζωνται από τας πρώτας ακτίνας του ηλίου. Τώρα εις απόστασιν ολίγων δεκάδεων μέτρων, βλέπομεν ατελείωτους φάλαγγας. Είναι το ηρωικόν και ένδοξον πεζικόν μας, είναι τα φανταράκια μας που ανυπόμονα περιμένουν το σύνθημα της εφόδου. Τα ηρωικά αυτά παιδιά της Ελλάδος, που τόσον υψηλά και υπερήφανα κρατούν την τιμήν της χώρας και που με τους ασυλλήπτους εις ηρωισμόν άθλους των έκαμαν τον κόσμον όλον ν’ αποκαλύπτεται με σεβασμόν και εκτίμησιν δια την μικράν μεν εις έκτασιν αλλά μεγάλην εις την ψυχήν Πατρίδα μας, περιμένουν, δια μίαν ακόμη φοράν το σάλπισμα της εξορμήσεως, δια να δώσουν εν νέον σκληρόν μάθημα εις τον εχθρόν και να τον διδάξουν ότι ο Έλλην γνωρίζει να πεθαίνη και να θριαμβεύη δια την τιμήν και την ελευθερίαν του. Και η μάχη συνεχίζεται σκληρά, αιματηρά, έντονος, εφ’ όλου του κεντρικού μετώπου και ο εχθρός νικάται παντού, εγκαταλείπων σημαντικά σημεία, βελτιουμένης ούτω διαρκώς της προωθήσεως των γραμμών μας. Το απόγευμα, ο εχθρός αντεπιτίθεται με λύσσαν, προσπαθών κάτι να επιτύχη και αυτός επί τέλους. Αλλά το μόνον αποτέλεσμα είναι να καλυφθούν οι γύρω λόφοι από πτώματα και τραυματίας και να συλληφθούν άλλοι τριακόσιοι αιχμάλωτοι, ως και άφθονον πολεμικόν υλικόν.
Γεννήθηκε στο Βουργαρέλι Άρτας το 1901. Σπούδασε στην Αθήνα όπου έλαβε το πτυχίο της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Από νωρίς ασχολήθηκε με τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και από τότε άρχισε να διαφαίνεται το ταλέντο του νεαρού Ηπειρώτη.
Συνεργάσθηκε με πολλές επαρχιακές και αθηναϊκές εφημερίδες και από το 1936 υπήρξε μόνιμο στέλεχος της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ».
Έγινε γνωστός στο πανελλήνιο με τις ανταποκρίσεις του από τον πόλεμο του 1940. Ήταν από τους λίγους Έλληνες δημοσιογράφους που βρίσκονταν συνέχεια στην πρώτη γραμμή του πυρός μεταδίδοντας τις εντυπώσεις και τα γεγονότα του ηρωικού εκείνου πολέμου, από την πρώτη σελίδα της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ». Πολλές φορές διακινδύνεψε τη ζωή του στις μάχες της πρώτης γραμμής. Όσα διαδραματίστηκαν μπροστά στα μάτια του στον αιματηρό αυτόν πόλεμο σε ένα εξάμηνο 1940-1941 τα αποτύπωσε με γλαφυρό τρόπο σε ένα ιστορικό βιβλίο για τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο με τίτλο «ΣΕΛΙΔΕΣ ΔΟΞΗΣ». Το βιβλίο αυτό είχε τόση επιτυχία ώστε μετά την πρώτη του έκδοση (1948), επανεκδόθηκε το 1951.
Η συνεχής παρουσία στην πρώτη γραμμή παρά λίγο να του στοιχίσει τη ζωή του, όταν το στρατιωτικό αυτοκίνητο μετακίνησής του συγκρούστηκε με νοσοκομειακό με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά το ένα του μάτι.
Στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ήταν στο επιτελείο των οικονομικών συντακτών, ταυτοχρόνως ήταν μόνιμος συνεργάτης της εφημερίδας «Η ΒΡΑΔΥΝΗ» όπως και του κρατικού ραδιοσταθμού.
Εκτός του βιβλίου του δημοσίευσε δεκάδες μελέτες, έρευνες και άρθρα με περιεχόμενο οικονομικού, γεωργικού, βιομηχανικού, ιστορικού και εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος. Από το 1950 προετοίμαζε μνημειώδη έκδοση για τον στρατάρχη της Ρούμελης Γεώργιο Καραϊσκάκη, που όμως δεν κατόρθωσε να αποτελειώσει λόγω της ασθενείας και του απελθόντος θανάτου του, τον Μάιο του 1955 σε ηλικία μόλις 54 ετών. Πέθανε από εγκεφαλική συμφόρηση λόγω υπέρτασης που την προκάλεσε η υπερκόπωση και οι κακουχίες του(**).