Γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικός)
Η Τρίτη Ρώμη είναι η ονομασία που δίνεται στη Μόσχα μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι η υποτιθέμενη διάδοχος της κληρονομιάς της αρχαίας Ρώμης (η «πρώτη Ρώμη»). Δεύτερη Ρώμη είναι η ονομασία που αναφέρεται συνήθως για την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που ονομαζόταν επισήμως «Νέα Ρώμη».
Την ονομασία "Τρίτη Ρώμη" απέκτησε η Μόσχα μετά το γάμο του Τσάρου Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας με την ανηψιά του νεκρού Βυζαντινού αυτοκράτορα Ζωή Σοφία Παλαιολογίνα στις 12 Νοεμβρίου 1472.
Το βασικό πολιτικό δόγμα «Μόσχα - Τρίτη Ρώμη», διατυπώθηκε από τον μοναχό Θεόφιλο στην πόλη του Πσκόφ (περίπου 1465 ως 1542). Αυτή η ιδεολογία προβάλλει την αντίληψη, ότι το κράτος της Μόσχας είναι το τρίτο κατά σειρά ευλογημένο Χριστιανικό βασίλειο επί της γης: «Η πρώτη Ρώμη, εκείνη του αποστόλου Πέτρου, καταλύθηκε από τους ειδωλολάτρες βάρβαρους, η Νέα Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, υπέστη τη Θεία τιμωρία της άλωσης από τους απίστους, επειδή απαρνήθηκε την ορθή πίστη στη Σύνοδο της Φερράρας/ Φλωρεντίας. H Ορθόδοξη όμως ομολογία δεν έσβησε με την πτώση του Βυζαντίου, αλλά θριαμβεύει τώρα στη Μόσχα, το μοναδικό ευλαβέστερο Χριστιανικό βασίλειο της Οικουμένης». Και καταλήγει: «Τέλος, να σημειωθεί, πως ο Ιβάν ο Γ΄ της Ρωσίας είχε ανακηρύξει τη Μόσχα σε Τρίτη Ρώμη, αφού η Κωνσταντινούπολη, η δεύτερη Ρώμη, όπως είχε χαρακτηρισθεί επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, βρισκόταν ήδη υπό Οθωμανική κατοχή».
Έτσι η Ρωσική Εκκλησία μπαίνει σε μία ατέρμονη «μάχη» να αναλάβει την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των πατριαρχείων. Το βασικό επιχείρημα πίσω από την εν λόγω επιδίωξη είναι ότι η Ρωσική Εκκλησία αποτελεί το πολυπληθέστερο ορθόδοξο ποίμνιο, το οποίο προβάλλεται κατ’ αντιπαράσταση με το αριθμητικά περιορισμένο ποίμνιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το ιδεολόγηµα της Τρίτης Ρώµης είχε εισχωρήσει στην εκκλησιαστική σκέψη της Ρωσίας και την είχε επηρεάσει βαθύτατα. Παράλληλα, το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να αποκοπεί από τη Μητέρα Εκκλησία, το Οικουµενικό Πατριαρχείο, οπότε και έπαυσε η εκλογή του Μητροπολίτου Μόσχας από αυτό, όπως ίσχυε ως τότε. Μάλιστα στην απορία του Μαξίµου σε ποιο επιχείρηµα στηρίζουν οι Ρώσοι ιεράρχες αυτόν τον νεωτερισµό, οι Ρώσοι ανταπαντούσαν, πως ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης είχε παραδώσει στο παρελθόν επίσηµο έγγραφο στο µητροπολίτη Ρωσίας, µε το οποίο παραχωρούσε την άδεια στους οικείους τους επισκόπους να χειροτονούν τον µητροπολίτη τους. (Λόγος ΚΒ’ µε τίτλο «Προς αυτούς που κατά την χειροτονία τους δίνουν γραπτό όρκο στον Ρώσο Μητροπολίτη και σε όλη την Ιερά …..»ΑΠΑΝΤΑ Γ’, σ. 175).
Το έγγραφο αυτό, αν και πολλές φορές ζήτησε ο ίδιος να δει, ουδέποτε του το εµφάνισαν, οπότε εύκολα συμπεραίνει κανείς, πως µάλλον επρόκειτο για ανύπαρκτο έγγραφο και πως αποτελούσε µια δικαιολογία για να υπεκφύγουν από τις επίµονες ερωτήσεις του Έλληνα µοναχού σχετικά µε την ανεξαρτησία τους από το Πατριαρχείο.
Ο Άγιος Μάξιµος θεωρούσε, πως η αποκοπή από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης είναι αντικανονική και πως ενισχύει τη µονορθοδοξία και την έπαρση της ρωσικής Εκκλησίας, αφού την ανυψώνει ως τη µόνη ορθόδοξη χώρα ανά τον κόσµο. Γράφει λοιπόν σε έναν λόγο του πως το να αρνείται κανείς και να απορρίπτει τη χειροτονία από τον Πάπα Ρώµης, ως αυτόν που αποσπάστηκε από την τάξη των ορθόδοξων αρχιερέων, είναι θεµιτό και δίκαιο, αλλά το να απορρίπτεται η χειροτονία από τον Οικουµενικό Πατριάρχη δεν είναι σωστό, αφού εκείνος δεν πρόδωσε την ορθόδοξη πίστη, αλλά παρέµεινε σε αυτήν, παρά το γεγονός ότι η χώρα του βρίσκεται υπό την κατοχή βάρβαρου και αλλόθρησκου δυνάστη. Συνεχίζει παρακάτω στον ίδιο λόγο του και επεξηγεί, ότι, αφού κάλλιστα η Εκκλησία της Ρωσίας ισχυρίζεται, πως ακολουθεί πιστά τους Αποστολικούς κανόνες και ακόµη αποδέχεται όλα, όσα αποφάσισαν οι Οικουµενικές σύνοδοι, πώς τότε είναι δυνατόν να απορρίπτει τη χειροτονία από τον Οικουµενικό της Πατριάρχη µε την αιτιολογία ότι, εξαιτίας αµαρτιών των ορθόδοξων βασιλέων της χώρας του, αυτή τώρα βασιλεύεται από αλλοεθνείς; Ο άγιος Μάξιµος αποτυπώνει µε τρόπο γλαφυρό, πως το άγιο δε βεβηλώνεται ποτέ, ακόµη και αν βρίσκεται υπό την εξουσία απίστων. Φέρνει µάλιστα ως παράδειγµα, για να πείσει τους αναγνώστες του, ότι τους χρόνους που ο Χριστιανισµός διωκόταν από τους Ρωµαίους βασιλιάδες για τρεις αιώνες, εν τούτοις, η Ορθόδοξη πίστη δε χάθηκε, ούτε βεβηλώθηκε, αλλά αντιθέτως έλαµψε ανά την Οικουµένη µε τα αναρίθµητα θαύµατα από τη Χάρη του Θεού. Τέλος, διατείνεται πως η ιεροσύνη είναι ανώτερο αξίωµα από τη βασιλεία, ο ιερέας µπορεί να χρίσει και να στεφανώσει βασιλιά, αλλά το αντίθετο δε γίνεται, ο βασιλιάς δε µπορεί να χρίσει τους ιερείς. Παροµοίως, αναπτύσσει και στο λόγο του «Περί του ότι οι Άγιοι Τόποι δεν βεβηλώνονται ποτέ λόγω του ότι εξουσιάζονται από τους άθεους, ακόμη και αν η κατάσταση αυτή παραμένει για πολλά χρόνια».
Εκεί απαντά σε ερώτηση κάποιου άγνωστου παραλήπτη για µας για το αν η ονοµαστή πόλη της Μόσχας είναι τα νέα Ιεροσόλυµα, όπως υπαινίσσονται οι σύγχρονοί του. Εκφράζει λοιπόν την άποψη, ότι µολονότι ο ίδιος εκτιµά, αγαπάει και προσεύχεται για αυτή και παρά το ότι είναι µια ένδοξη και σπουδαία πόλη µε αίγλη παρά ταύτα δε θα µπορούσε να γίνει η αντικαταστάτρια των παλαιών Ιεροσολύµων. Παραθέτοντας πολλά παραδείγµατα µέσα από την Παλαιά Διαθήκη, εξηγεί πως ουδέποτε όσες φορές και αν τα ιερά των πιστών του Θεού υπέστησαν βεβήλωση από αλλόπιστους, εν τούτοις δεν εγκαταλείφθηκαν από τη Χάρη του Θεού και δεν µολύνθηκαν ουσιαστικά από τις ανοµίες τους. Αντίθετα, όσοι ζουν άνοµα και άτιµα, αυτοί εγκαταλείπονται από το Θεό, αφού δεν µετανοούν για τις πράξεις τους, ενώ όσοι υποφέρουν από τους διώκτες για την αληθινή πίστη τους και µαρτυρούν για αυτή, δοξάζονται και ανυψώνονται ως Άγιοι από τον Κύριο.
Ο ιστορικός μελετητής του έργου του Οσίου Μαξίμου του Γραικού Χρήστος Λασκαρίδης θεωρεί ότι κύριο αίτιο καταδίκης του αγίου Μαξίμου δεν ήταν ότι «έπεσε θύμα της αδιάλλακτης στάσης του στο θέμα της μοναστηριακής περιουσίας», το οποίο ήταν υπαρκτό, αλλά η αντίθεσή του προς την ιδέα της Τρίτης Ρώμης. «Το πιο σημαντικό γεγονός αυτών των ετών, που έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις στην τύχη του Έλληνα λογίου, είναι ότι στην δεκαετία του 1520 η τσαρική εξουσία στο πρόσωπο του Βασιλείου Γ΄, ενώνεται οριστικά πλέον με τους Ιωσηφίτες, που είναι οι δημιουργοί και οι εκφραστές της θεωρίας της θεοκρατικής απολυταρχίας.
…Η εμφάνιση του Μαξίμου στη Ρωσία συμπίπτει με ριζικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Το σημαντικότερο γεγονός στην πολιτική ζωή της χώρας μετά την αποτίναξη του μογγολικού ζυγού είναι η ενίσχυση της απολυταρχικής εξουσίας, μίας εξουσίας που από τα πρώτα της βήματα στοχεύει στην υλοποίηση της ιδέας της Τρίτης Ρώμης».
…Την περίοδο αυτή η Ρωσία έμοιαζε με ένα απέραντο εργαστήρι, όπου από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλο Εκκλησία και Πολιτεία, βοηθώντας και στηρίζοντας η μία την άλλη απεργάζονταν την ιδέα της Τρίτης Ρώμης». Η αντίθεση του αγίου Μαξίμου προκάλεσε την ανελέητη οργή της Εκκλησίας και την σκληρότητα της πολιτικής εξουσίας. Τότε η καταδίκη του αγίου Μαξίμου, ως αιρετικού, έγινε, γιατί φαινόταν ότι εξυπηρετούσε την πολιτική της Μόσχας και τους Μοσχοβίτες ηγέτες, «ανεξαρτήτως αν οι κατηγορίες που τελικά διετύπωσαν ήταν ψευδείς, ανυπόστατες, αναπόδεικτες και άδικες, και ιδιαιτέρως ηθικά καταβαραθρωμένες στη λάσπη της σκληρής και πικρής αγνωμοσύνης απέναντι στον πρώτο και μεγάλο φωτιστή τους. (πηγή: ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ, Μάξιµος ο Γραικός και οι εκκλησιαστικές επιδιώξεις της Μόσχας).
Η ιστορικός Μαρία Καρατζόγλου στην εργασία της με τον τίτλο «Ο μοναχισμός στη ζωή και το έργο του Οσίου Μαξίμου του Γραικού» γράφει σχετικά:
«Ενώ στην αρχή ο Όσιος είχε αποκτήσει µεγάλη δηµοτικότητα λόγω της παιδείας του και της κοσµιοτάτης διαγωγής του, σταδιακά άρχισε να πέφτει σε δυσµένεια στους διάφορους κύκλους που συναναστρεφόταν.
Η κριτική του αγίου Μαξίµου, αν και αντικατόπτριζε την πραγµατικότητα των όσων δεινών συνέβαιναν γύρω του, εντούτοις, δεν κατάφερε άµεσα να επηρεάσει µε θετικό τρόπο το ρωσικό περιβάλλον, για το λόγο ότι η έπαρση και η εµµονή στη θεωρία της Τρίτης Ρώµης είχε τυφλώσει τη ρωσική διάνοια. Ωστόσο, ο ίδιος ο Μάξιµος στάθηκε «το µεγαλύτερο ηθικό εµπόδιο στα δόλια σχέδια της Μοσχοβίτικης µονορθοδοξίας».
Λίγα χρόνια µετά την κοίµησή του ο ευσεβής ρωσικός λαός καθώς και ο κλήρος, τον αναγνώρισαν «ως φωτιστή και προστάτη» τους.
Μετά τον μαρτυρικό θάνατο «του ισοβίου βατοπαιδινού αποδήμου» άρχισε και η αναγνώριση του κύρους και του αναγεννητικού του έργου. «Κυνηγημένος εν ζωή από τους Ρώσους, ο Μάξιμος δοξάστηκε από τους ίδιους μετά τον θάνατό του… Χαιρετίζουν σε αυτόν έναν άγιο και έναν σπουδαίο άνθρωπο… έναν μάρτυρα πολιτισμού, έναν από τους παιδαγωγούς του ρωσικού λαού, έναν μεγάλο υπερασπιστή της Ορθοδοξίας». Το όνομά του γράφτηκε με ανεξίτηλα γράμματα στην εκκλησιαστική ιστορία, τη γραμματεία, αλλά και τη ρωσική ιστορία. Από τους ιστορικούς θεωρείται ως ο πιο μορφωμένος και σοφός άνθρωπος της εποχής του και ζηλωτής της Ορθοδοξίας, ο οποίος ασχολήθηκε με ποικιλία θεμάτων που φανερώνουν την πολυμάθειά του. Χαρακτηρίζεται ως θεολόγος, φιλόλογος, ιστορικός, ποιητής, ρήτορας, βαθύς φιλόσοφος και σπουδαίος κριτικός, πνευματικός ηγέτης και ταπεινός μοναχός, κήρυκας και ομολογητής της πίστεως, «θερμουργός ιεραπόστολος της Ορθοδόξου Ελληνικής Ανατολής»[48] και «μεταρρυθμιστής όλης της μοσχοβίτικης κοινωνίας, η οποία βρισκόταν σε πλήρη ηθική παρακμή».
Όλοι οι Ορθόδοξοι Ρώσοι αναγνωρίζουν το ορθόδοξο εκκλησιαστικό του φρόνημα, «την αγιότητα των προθέσεων της όλης πνευματικής διακονίας του, το πατερικό ήθος και ύφος του συγγραφικού του έργου και της όλης μαρτυρίας της πίστεως, την υποδειγματική καρτερία και ανεξικακία στα βάσανα, στις κακουχίες και τις διώξεις, τον αποστολικό ζήλο και μόχθο στην εκπλήρωση της πνευματικής του αποστολής, την αγιότητα του βίου και την αγωνία του για την πνευματική οικοδομή του ρωσικού λαού». Όλοι οι φωτισμένοι άνθρωποι στη Ρωσία εγκολπώθηκαν τη διδασκαλία του. Η ανάμνηση του Μαξίμου ως μεγάλου Έλληνα λογίου και Αγιορείτου μοναχού, που πρόσφερε πολλά στη ρωσική πνευματική ζωή, αλλά και ως φορέα των αξιών του ελληνικού κόσμου, παρέμεινε ζωντανή στη μνήμη των πνευματικών ανθρώπων της Ρωσίας. «Παρόλο που η Ρωσία κατεδίκασε αδίκως τον μεγάλο στοχαστή, ο οποίος υπέφερε εκ τούτου σκληρές και αφόρητες δοκιμασίες, είναι επίσης γεγονός, ότι η ίδια η Ρωσία έκαμε αθάνατο το όνομά του, το οποίο ενσωματώθηκε τιμητικότατα στην ιστορία του ρωσικού πολιτισμού και απέκτησε πανευρωπαϊκή φήμη»[53].
Ο άγιος Μάξιμος αποτελεί μοναδική περίπτωση ολοκληρωτικής προσφοράς του Αγίου Όρους προς τη Ρωσία. Ήταν ένα δώρο της ηγουμένης, εφόρου και προστάτιδας του Αθωνα, της Κυρίας Θεοτόκου, στην Εκκλησία της Ρωσίας. Έχει γίνει πλέον ένα διαχρονικό πρότυπο ζωής. (Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011).
«Από βαθειά εκτίµηση για το Μάξιµο Γραικό, φρόντιζαν το µνήµα του» και πραγµατοποίησαν για εκείνον (1564) «τιµητική απεικόνιση στους τοίχους του πρόναου του Ναού Μπλαγοβένσκι του Κρεµλίνου της Μόσχας ανάµεσα από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και άλλους σοφούς της αρχαίας Ελλάδας», ενώ τελούσαν πανυχίδα στη µνήµη του κάθε χρόνο στις 21 Ιανουαρίου (ΤΣΙΛΙΓΙΑΝΝΗ, Περί του τάφου του αγίου Μαξίµου του Γραικού).
Ακολούθησαν συγγραφές σχετικά µε το βίο του αγίου Μαξίµου, που συνεχώς συµπληρώνονταν από νέα στοιχεία και είχαν µεγάλη διάδοση στο λαό, καθώς έκαναν γνωστά, διάφορα θαύµατα ή θαυµατουργικές ιάσεις και διασώσεις, που ο άγιος επιτελούσε, ενώ οι ιδέες του, που εµπεριέχονταν στα έργα του, άρχισαν ταχύτατα να διαδίδονται και να αφυπνίζουν και να αναζωογονούν την εσωτερική πνευµατική ζωή της Ρωσίας. Η επίδραση του έργου του φαίνεται ξεκάθαρα στις αποφάσεις της συνόδου των «Εκατό κεφαλαίων», η οποία πραγµατοποιήθηκε το 1551, ενόσω ζούσε ο Άγιος και η οποία κατοχύρωσε θεσµικά τις ιδέεςτου, δικαιώνοντας τον όσιο Αγιορείτη, χωρίς όµως να γίνεται ουδεµία αναφορά στο όνοµά του για ευνόητους λόγους (ΦΕΙΔΑ, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας, από την ίδρυσή της µέχρι σήµερα, σσ. 259 – 260 και στο ΑΠΑΝΤΑ Α’, σ. 130)
Ο άγιος Μάξιµος, ο φωτιστής της ρωσικής γης, αναγνωρίστηκε επισήµως από τη Ρωσική Εκκλησία µόλις το 1988 στον εορτασµό της χιλιετηρίδας της Ορθοδοξίας, ενώ µήνες πιο πριν είχε προηγηθεί η επίσηµη αγιοκατάταξη του Αγίου Μαξίµου Γραικού στην Ελλάδα από το Οικουµενικό Πατριαρχείο.