Αναρτήθηκε στις:12-06-24 13:00

Η στάν΄...


Γράφει ο Απόστολος Γ. Τόδουλος


Ή το ποιμνιοστάσιο, κατά τους πολιτισμένους.


Τι΄ ναι πάλι τούτο; Τι έπαθε αυτός, ίσως αναρωτηθούν κάποιοι κι΄ εντός του δικαίου.


Τι θέλει να πεί ο ποιητής;



Λοιπόν ξέρουμε ότι κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά όταν κατακλύζεται από συναισθήματα θυμού, οργής κι΄ αγανάκτησης. Κάποιοι π.χ. χειροδικούν, άλλοι απειλούν, παράλληλα βρίζουν, μερικοί όμως, πιθανόν ελάχιστοι, επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν το πιο «φονικό» όπλο, που δεν είναι άλλο απ΄ την γραφίδα, (μολύβι θες, στυλό θες, ή ακόμα και πένα... πολυτελείας), η οποία, όπως ένας σοφός απεφάνθη, ότι μια πένα μπορεί να σκοτώσει πολύ περισσότερους απ΄ ότι ένα όπλο, κανόνι, βόμβα, πολυβόλο ή οποιοδήποτε άλλο... «ευγενές» εργαλείο αφανισμού!! Φαντασθείτε!

Έτσι λοιπόν αποφάσισα, χωρίς καμιά φιλοπόλεμη διάθεση να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου σαν... αγροίκος, άξεστος, απολίτιστος κι ακοινώνητος χωριάτης, όπως έχω, κατά περίπτωση, χαρακτηρισθεί, (μαζί βέβαια κι όλοι εσείς που ζούμε σαΐτα την πόλη και περιοχή). Μάλιστα!!

Δεν σας λέω ψέματα, γιατί έτσι μας έχουν χαρακτηρίσει κάποιοι σ΄ άλλους τόπους και πόλεις, όταν τις επισκέπτονται (Μακεδονίας ας πούμε, ή κάτω απ΄ το μεγάλο χαντάκι)...

Μας ζωγραφίζουν και μας περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα. Είναι αλήθεια απορίας άξιο γιατί επιμένουν να μένουν μαζί μας, αυτοί οι τόοοσο πολιτισμένοι.

Τέλος πάντων γιατί, πάει καιρός τώρα, κοιμάμαι και ξυπνάω με την ίδια εικόνα μπροστά μου. Ακούστε.

Είναι λέει, ένα μεγάλο κοπάδι, (ή ποίμνιο αν θέλετε), σκορπισμένο σε μια μεγάλη πεδιάδα, όπου φυσικά βόσκει.

Από κοντά κι΄ ένας τζιοπάνος, ή αν θέλετε ποιμήν, (κατά πως λένε οι πολιτισμένοι).

Περιτριγυρίζεται δε από κάτι πελώρια σκυλιά, που όλο γαυγίζουν, αλλά τα κακόμοιρα δεν δαγκώνουν, γιατί έχουν ξεδοντιαστεί. Όταν λοιπόν έρχεται η ώρα για «στάλισμα», (να μαζευτούν δηλαδή στη στάνη), το κοπάδι σχεδόν διαλύεται.

Περίεργο; Κι΄ όμως συμβαίνει. Μπά λέω, τι έπαθαν τα πρόβατα «κι΄έκοψαν πέρα», γι΄ άλλες στάνες και μαντριά;

Τα σκυλιά ξελαραγκίζονται στα γάβγισμα, αλλά το κοπάδι είχε καταλάβει ότι δεν κινδύνευε απ΄ φαφούτικα σκυλιά !! κι΄ όπως η παροιμία λέει «σκυλί που γαβγίζει, δεν δαγκώνει».

Ο βοσκός τα χάνει, (τα μυαλά του) και πολλά πρόβατα.

Αρχίζει ν΄ αναρωτιέται τι λάθος έκανε κι έχασε τον έλεγχο του κοπαδιού.

Μήπως παραήμουν σίγουρος, επειδή το κοπάδι το θεωρούσα δικό μου και δεδομένο, ώστε να το κάνω ότι θέλω, όπως θέλω κι΄ όποτε θέλω; Μήπως τα ζώα μου κατάλαβαν ότι τα σκυλιά που μάζεψα γύρω μου είναι ανίκανα και δεν κάνουν γι΄ αυτή τη δουλειά;

Μήπως πάλι θύμωσαν που ξεπούλησα το μπροστοκρίαρό τους; ή μήπως εκεί που έβοσκαν ήσυχα κι΄ ήρεμα, ανακάλυψαν κάτι που τα εξώθησε να «κόψουν πέρα», κι΄ εγώ δεν το πήρα χαμπάρι;

Τελικά, απ΄ τα πολλά, βρήκε την επιπλέον αιτία της καταστροφής.

Υπήρχαν στο βοσκοτόπι, γυμνοσάλιαγκες, (σαλιγκάρια δηλ.), απ΄ αυτούς που στο έρπον διάβατους, αφήνουν πίσω τους γλίτσα.

Εκείνη την γλοιώδη ουσία που ασημίζει στο φώς και καθάρεται δι΄ύδατος...

Έλα όμως που τα έρποντα αυτά όντα είχαν μπει και στη στάνη. Γέμισε η στάνη. Η απελπισία τον κατέβαλε κι΄ ενέτεινε τις κυκλοθυμικές του αντιδράσεις...

Οι άλλοι βοσκοί, απ΄ άλλα μαντριά, αφού γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους, μάθαιναν τα νέα για την τύχη του τζιοπάνη και του κοπαδιού και φυσικά γελούσαν με το χάλι που τον βρήκε, γιατί ήξεραν λίγο ως πολύ, ότι ο άνθρωπος δεν έκανε γι΄ αυτή τη δουλειά και τον πείραζαν με το παροιμιώδες:

«τι το θέλεις Κώτσιου μ΄ του βιολί, δεν έπιρνεις λαούτου;» όπως λέμε εμείς οι άξεστοι χωριάτες...

Τι να κάνει, τι να κάνει, σκέφτεται, σκέφτεται και ξάφνου τούρχεται «η φλασιά» κι αποφασίζει, (περήφανος για την εξυπνάδα και την ευρυμοθηκότητά του), να πιάσει «κολεγκιές» (επαφές δηλ. και φιλίες, με χωροφύλακες, όχι όποιους κι όποιους) μπας και συμμαζέψει το κοπάδι, το φευγάτο, αλλά εις μάτην , γιατί πλέον τα πρόβατα, άλλα μεν πάνε σ΄ άλλη στάνη, τα πιο πολλά δε, να μην επιστρέφουν, δεν ξαναπατήσουνε στην πρώην στάνη τους. Αυτή δε άρχισε σιγά-σιγά να καταρρέει στα εξ΄ων συνετέθη, βοηθούντων των γυμνοσάλιαγκων και των φυλάκων ξεδοντιασμένων τσοπανόσκυλων.

Απελπισία σας λέω!! Του έμεινε όμως η περίτεχνα σκαλισμένη γκλίτσα... κάτι ήταν κι΄ αυτό, όπως πίστευε...

Οι άλλοι τσοπάνηδες, στους οποίους κατέφυγαν τα πρόβατα, τα καλοδέχτηκαν, τους βρήκαν κι΄ ένα μπροστοκρίαρο (το αρσενικό που πάει μπροστά δηλ. κι΄ οδηγεί το κοπάδι κι΄ αποτελεί κάτι σαν αρχηγό του μαντριού. Του φόρεσαν στο λαιμό κι΄ ένα μελωδικό κυπρί, (δηλ. κουδούνι), ώστε να τ΄ ακούν τα ζώα, να ευχαριστιούνται, να νιώθουν σιγουριά ότι τα καθοδηγεί με βεβαιότητα στα σωστά μονοπάτια προς τα πλούσια κι΄ εύφορα βοσκοτόπια.

Βουκολικές εικόνες σας λέω, που όμως συμβαίνουν λίγο ως πολύ και στην ανθρώπινη καθημερινή πραγματικότητα.

Το μέλλον του τσοπάνη ήταν προδιαγεγραμμένο, αφού απέμεινε με λίγα πρόβατα, τα ξεδοντιασμένα κι΄ ακίνδυνα σκυλιά κι΄ εκείνους τους παρατρεχάμενους χωροφύλακες, για να τον προστατεύουν από κινδύνους, που εκείνος έβλεπε, αφού έτσι κι΄ αλλιώς δεν υπήρχαν πουθενά λύκοι...

Του έμεινα επίσης αμανάτι οι γυμνοσάλιαγκες, που δεν πρόκειται για τους νόστιμους χοχλιούς ή κοχλιούς (κρητικό έδεσμα).

Α ναι ξέχασα. Του απέμεινε κι΄ η περίτεχνα σκαλισμένη γκλίτσα, που την κρατάει σφιχτά και με καμάρι.

Αυτές που λέτε ήταν οι εικόνες, που με τυραννούσαν και μετατρέπονταν σε σκέψεις βασανιστικές και στον ύπνο μου και στο ξύπνιο μου, ήθελα δε πολύ να μοιραστώ μαζί σας, μπας και ξαλαφρώσω, απελευθερωμένος απ΄ τα όνειρα και τα οράματα.

Οδεύοντας προς το τέλος, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι ποτέ στη ζωή μου, δόξα τω Θεώ, δεν έχω πάρει φάρμακα.

Το αναφέρω γιατί μπορεί να νομίστε ότι έχω... σαλτάρει, σταματώντας καμιά φαρμακοθεραπεία. Όχι, αλήθεια σας λέω, ότι μόνο από καιρού εις καιρόν, έως σπανίως, πίνω κανένα αναβράζον δισκίο για τον πονόδοντο...

Αυτά λοιπόν ήθελα να καταθέσω στην υπομονετική, όσο κι΄ ευγενική σας πρόθεση, να διαβάσετε αυτές τις γραμμές.

Όμως όλα ξεκινούν κι΄ αναδύονται εξαιτίας αφορμών που, σχεδόν καθημερινά, δίνονται σε μας τους γηγενείς κι΄ όχι πάροικους, αυτής της πολύ ιστορικής πόλης.

Όλοι τα συζητάμε και τα σχολιάζουμε μεταξύ μας, αλλά δυστυχώς λίγοι, έως ελάχιστοι τολμούν να δημοσιοποιήσουν, ξεχνώντας ότι SCRIPTA MANENT, VERBA LINGANT, (δηλ. τα γραπτά μένουν, ενώ τα λόγια πετούν, χάνονται).

Πέρασε όμως η ώρα, κοντεύει να ξημερώσει και θα πάω, επιτέλους, να κοιμηθώ ξαλαφρωμένος, όπως συμβαίνει στις γυναίκες, μετά τη γέννα!!.

Συνέχεια λοιπόν στο ή στα επόμενα, γιατί έχουμε να πούμε πολλά, σοβαρά κι΄ αληθινά, όπως πάντα.

Έρρωσθε και Χαίρετε εν Κυρίω Ιησού Χριστώ Αναστάντι.

Έγραψα εγώ ο άξεστος, αγροίκος κι΄ απολίτιστος χωριάτης.



img

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ