Γράφει ο Πάνος Χριστοδούλου*
Οι δεκαετίες του ογδόντα και του ενενήντα ήταν εν μέρει η χρυσή εποχή της μεγάλης και κυρίως της μικρής οθόνης, και σε κάποιο βαθμό η χρυσή εποχή του καταναλωτισμού που σε συνδέθηκε με την ευημερία (στην Ελλάδα αυτό έμεινε περιπεχτικά ως εποχή ΠΑΣΟΚ). Μέσα σε αυτές τις δεκαετίες εμφανίσθηκαν αρκετές σειρές οι οποίες προσπαθούσαν να ψηλαφήσουν πως θα είναι το μέλλον, πως θα είναι ο κόσμος μετά το 2000 και τη νέα χιλιετία. Η πλειοψηφία των έργων αποτύπωνε ένα κόσμο τεχνολογικά εξελιγμένο, με ιπτάμενα αμάξια, με τεχνητή νοημοσύνη, με έξυπνα ρομπότ. Όμως όπως έπεσε γρήγορα η ψευδαίσθηση της ευημερίας, έτσι εύκολα και γρήγορα ήρθε και η διάψευση των προσδοκιών αυτών για το μελλοντικό θαυμαστό νέο κόσμο.
Μια μερίδα σειρών και ταινιών όμως, κυρίως θρίλερ και τρόμου, αποτύπωναν μια πιο τρομακτική εκδοχή του μέλλοντος, η οποία περιγράφεται με τη λέξη δυστοπία. Ένα βασικό πρόβλημα το οποίο αποτυπώνονταν στην οθόνη ήταν ο κίνδυνος της πείνας, είτε λόγω οικονομικών κρίσεων (Omen) είτε λόγω της καταστροφής του περιβάλλοντος και των καλλιεργειών (Brazil, V for Vendetta, Matrix, snowpiercer). Οι προβλέψεις αυτές έπεσαν πιο κοντά στην πραγματικότητα που εξελίσσεται πλέον στον πλανήτη. Ειδικά η περίοδος της πανδημίας μετέφερε τις εικόνες από τις ταινίες στον πραγματικό κόσμο πραγματοποιώντας το γκρέμισμα του τέταρτου τοίχου, όπως έχει γίνει πλέον της μόδας να αναφέρεται ως σκηνοθετικό και σεναριακό τρικ.
Ήδη και πριν την πανδημία η εξάπλωση των μεγάλων αστικών κέντρων εις βάρος της υπαίθρου και το νέο αστικό αρχιτεκτονικό τοπίο δημιούργησε την ανάγκη για τη μαζική παραγωγή φτηνών (και όχι κατά ανάγκη ποιοτικών) τροφίμων. Η αλλαγή αυτή στην παραγωγή και κατανάλωση τροφών έχει οδηγήσει σε μικρό χρονικό διάστημα σε αύξηση των γαστρεντερικών διαταραχών (σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση) και ενδέχεται να εμπλέκονται στην αύξηση των καρκίνων του εντέρου, αλλά και στην αύξηση της έντασης των ψυχικών παθήσεων (κατάθλιψη, αγχώδης διαταραχή) αφού η παραγωγή σεροτονίνης σε μεγάλο ποσοστό γίνεται στον εντερικό σωλήνα. Επίσης ο βιομηχανικός τρόπος παραγωγής και κατανάλωσης με τη χρήση αντιβιοτικών και ορμονών ευθύνεται για την εξάπλωση και των ζωονόσων.
Ως αντίβαρο στην ύπαρξη αυτής της ποιότητας τροφίμων έχουν εμφανιστεί τα βιολογικά προϊόντα, τα οποία έχουν αποκτήσει ξεχωριστό τμήμα στα σούπερ μάρκετ, ακόμα και σε αυτόνομα καταστήματα, με τιμές όμως πολλαπλά αυξημένες σχετικά με τα αλλά προϊόντα. Είναι ένας νέος ταξικός διαχωρισμός στη διατροφή: για να τρως κανονικά λαχανικά, φρούτα, κρέατα θα πρέπει να έχεις και τα αντίστοιχα λεφτά να δαπανήσεις την ώρα που και τα απλά προϊόντα έχουν ακριβύνει, αλλιώς θα αρκείσαι σε προϊόντα που θα θυμίζουν κάτι που έτρωγες παλιά. Η πλειοψηφία δηλαδή όσο περνά ο καιρός θα τρέφεται με όλο και πιο συνθετικά προϊόντα.
Το παραπάνω ενισχύεται με την καταστροφή μεγάλων καλλιεργήσιμων εκτάσεων με έμμεσο είτε άμεσο τρόπο. Έμμεσο μέσα από την ερήμωση των καλλιεργούμενων εδαφών και την εξασθένιση των εδαφών, και άμεσο μέσα από μια σειρά είτε φυσικών καταστροφών είτε λόγω κλιματικής αλλαγής. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την αισχροκέρδεια των εταιρειών συγκέντρωσης, μεταποίησης και διανομής τροφίμων έχει οδηγήσει τις τιμές στα ύψη καθιστώντας μια σειρά προϊόντων στην ουσία είδη πολυτελείας, από το λάδι και τη φέτα έως ακόμα τα μαρούλια και της ντομάτες.
Ο ρυθμός που συνεχίζεται η συγκεντροποίηση της παραγωγής τροφίμων θα καταλήξει στην ύπαρξη χωρών με μηδενική πρόσβαση σε αυτά, και σε πολίτες δυο ταχυτήτων εντός των υπολοίπων. Με δεδομένο μια γνωστή αγγλική φράση <<όποιος σε ταΐζει είναι ο θεός σου>>, όλο αυτή η δυστοπία γεννά νέες δυνατότητες ελέγχου των μαζών με νέους κινδύνους πολέμων, οικονομικών ή και παραδοσιακών. Ο μόνος αντίποδας σε αυτή τη δυσοίωνη εξέλιξη, ειδικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, είναι η επιστροφή στην αξιοποίηση μικρών καλλιεργειών με στόχο την οικιακή αυτάρκεια σε βασικά προϊόντα από τη μια πλευρά, αλλά και στην ενίσχυση της ποιότητας των τροφίμων. Αυτό όμως έρχεται σε ευθεία ρήξη με τη λογική των μονοπωλίων. Άρα χρειάζεται η εγκαθίδρυση ενός συστήματος το οποίο θα αποτρέπει την ύπαρξη μιας μικρής ελίτ που θα έχει πρόσβαση σε κανονικά προϊόντα και μιας πλέμπας που θα τρέφεται με κακή ποιότητα προϊόντων ικανή μόνο για να τη συντηρεί για να εργάζεται.
*Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης, υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Δήμου Αρταίων με τη Λαϊκή Συσπείρωση