Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου
Κάποτε ήμουνα πολύ ρομαντική έως αφελής. Μπορεί βέβαια να κινούμουν και με άγνοια κινδύνου. Όμως ποτέ δεν φανταζόμουν τα όμορφα βουνά της πατρίδας μου να κρύβουν τόσα μυστικά και μάλιστα σκοτεινά, ανθρώπους που σαν τα τσακάλια κινούνταν από δυνάμεις μόνο της επιβίωσης και του νεποτισμού τους με γνώμονα: «το πώς θα επιβιώσω εάν δε βγω». Και φυσικά έκαναν τα πάντα για να βγούνε που με παρέπεμπε σε εποχές που τόσο διεισδυτικά είχε περιγράψει ο ιστορικός Ρ. Κλόγκ πως από την εποχή που οι οικογένειες δολοφονούσαν τον Καποδίστρια δεν απέχει και τόσο η ελληνική κοινωνία. Ζόφος και σκότος. Κάψαμε τα δάση μας, πλημμυρίσαμε τα χωριά μας, ρίξαμε στη θάλασσα τον ανύπαρκτο ανθρωπισμό μας, δώσαμε στη βαρβαρότητα τη θέση που κατέχει τελικά μέσα μας.
Όσο για την πολιτική που ξεδιπλώνεται σε τοπικό επίπεδο; Εάν τόσο εύκολα ξεπουλά ο καθένας, αυτό που έχει μείνει μέσα του κάτι αληθινό και αυθεντικό είναι να παίρνουμε των ομματιών μας και να εξαφανιζόμαστε από τις μικρές κανιβαλικές κοινωνίες που εκτρέφουν μίση προπολεμικά, μεταπολεμικά και μετεμφυλικά και να παίρνουμε τα βουνά. Όμως και τα βουνά δεν έχουν καλύτερη ποιότητα. Χαγάνοι και κοντόσταυλοι, λογοθέτες των δρόμων και των κορυφών ξεπούλησαν τα πάντα για μια ανεμογεννήτρια, αντί να φτιάξουν έναν δρόμο για τα χωριά. Φυσικά τα μνημεία, οι παλιές εκκλησίες και μοναστήρια έχουν ανακαινιστεί και συντηρηθεί, δεν υπάρχει όμως πληθυσμός και νέοι να εργαστούν και να ζήσουν γιατί κι αυτοί που το προσπάθησαν διώχτηκαν εντέχνως πλην σαφώς, μην διεκδικήσουν τίποτα από κομμάτια και ψίχουλα μοιρασμένα. Άνθρωποι που θα υπηρετήσουν τον τόπο, με προοπτική έως το βόλεμα της οικογένειας και της αυλής τους. Άνθρωποι του τόπου…
Νέοι που φεύγουν με την πίκρα της απογοήτευσης, άνθρωποι της πλατείας και της πελατείας που δίνουν την τελική λύση και Ευτυχίες κρυμμένες σε γεφύρια, ποταμούς και κορυφές μιας άλλης πατρίδας που με τα ελάχιστα που δίνει σ΄έναν μετανάστη, διωγμένο απ΄την πατρίδα του στήνει μια νέα ζωή, ενώ η πατρίδα του τον κλαίει υποκριτικά στα καλοκαιρινά πανηγύρια και ανταμώματα αφιερωμένα στην ξενιτιά…
Όπως είπε και ο ποιητής, άνθρωποι με μέλλον αντί για πρόσωπο, όμως ποιο μέλλον φέρουν; Το καμένο και όχι απλώς καμένο από χέρι αλλά αναπαραγόμενο κιόλας. Χορεύουμε και γλεντάμε ενώ άλλοι καίγονται και πνίγονται, ενώ άλλοι κλαίνε; Πότε μας ενδιέφερε ο πόνος του άλλου; Αντιθέτως τον γράψαμε κι αυτόν τον χρυσοπουλήσαμε στα μαρτυρικά χωριά εις διπλούν και εις τριπλούς για να χορτάσουμε τις άδειες τσέπες μας αφού γεμίσαμε φωτογραφίες με βαμμένα μαλλιά και δεμένες γραβάτες που τις ξαναείδαμε σε όλα τα καγκελάρια και πανηγύρια. Αυτοί είμαστε; Ναι τελικά αυτοί είμαστε… όπως θα ξαναπεί και ο ποιητής «Τ΄ασημένια μαχαιροπήρουνα επιζούν σε μεγάλα κοπάδια σε μεγάλο βάθος»…