Η Χριστίνα Ανδρέου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε θεατρολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές της πάνω στο θέατρο και στις τέχνες στο Royal Holloway University στο Λονδίνο.
Έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος στο πολιτιστικό ρεπορτάζ σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, τα τελευταία χρόνια, όμως, έχει επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στον χώρο των εκδόσεων και της συγγραφής, ενώ παράλληλα ασχολείται και με σεμινάρια δημιουργικής γραφής για παιδιά πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Το 2015-16 οραματίστηκε με τον Στάθη Ανδρέου -και τη Μάρια Μπαχά συνοδοιπόρο- την Kuakomekiki, μια εταιρεία που σχεδιάζει book apps, ψηφιακά-διαδραδραστικά βιβλία και το πρώτο της χάρτινο βιβλίο βραβεύτηκε με το TigerCrate Adventure Book Competition Award 2015-2016 στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στην Μπολόνια.
Άγνωστο, θα έλεγα, αν μιλάμε για τη στιγμή της σύλληψης, της ιδέας. Δεν έχω εντοπίσει ακόμη τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό μου και αρχίζω να γράφω. Δεν συμβαίνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον σε εμένα. Υπάρχουν περίοδοι μεγάλης ξηρασίας και ξαφνικά μπορεί να ξεσπάσει μια ευλογημένη μπόρα. Συνήθως, σκόρπιες σκέψεις μπορεί να με τριβελίζουν ακόμη και χρόνια και όταν ξεκινάω να γράφω στο χαρτί προσπαθώ να οδηγήσω αυτές τις σκέψεις κάπου, σε ένα δρόμο, χωρίς να γνωρίζω εξαρχής τον τελικό προορισμό. Οπότε το ταξίδι ξεκινά, ίσως για να λυτρωθώ λίγο από όλη αυτή τη βαβούρα στο κεφάλι μου. Που συνήθως συμβαίνει την ώρα που πάω να κοιμηθώ! Η συγγραφή, λοιπόν, είναι ένας τρόπος οι σκέψεις να αποκτήσουν υπόσταση, αξία, ζωή. Να φύγουν από εμένα και να ταξιδέψουν πάνω στα πρόχειρα χαρτιά μου -και αν ευνοήσουν οι συγκυρίες- να χωρέσουν μέσα σ’ ένα βιβλίο.
Αφορμή ήταν η απόρριψη ενός πρώτου προσχέδιου της Λίζας από έναν άλλο εκδοτικό οίκο. Αν και ήταν τελείως διαφορετικό το περιεχόμενο, όμως, η αρχική ιδέα, που με βασάνιζε και τότε ήταν περίπου η ίδια. Με απασχολούσαν δηλαδή στα δύο χρόνια της καραντίνας οι… selfie φωτογραφίες. Μάλιστα, η πρώτη μου πριγκίπισσα, που απορρίφτηκε, λεγόταν Σέλφι! Ήταν πολύ αυτάρεσκη και είχε μια τεράστια συλλογή από selfie φωτογραφίες. Και όταν απορρίφτηκε, η στεναχώρια έγινε πείσμα, και η συλλογή από selfie μεταμορφώθηκε σε συλλογή από… πορτραίτα! Ταξίδεψα στο παρελθόν για να σκεφτώ πως και τότε οι άνθρωποι ήθελαν με κάθε τρόπο να αποθανατίσουν τον εαυτό τους και ο τρόπος ήταν… η ζωγραφική! Φυσικά, η Λίζα έγινε ένα βιβλίο για την Τέχνη και ξέφυγε από το ηθικοπλαστικό μήνυμα του πρώτου draft, που ήταν, να το πω χοντροκομμένα, οι συνέπειες της φρενίτιδας των σέλφι στους νέους, που ακόμη βέβαια με απασχολεί με μια κόρη στην εφηβεία.
Τόσο σημαντικό ώστε να ταυτίζεται με κάθε έκφραση αγάπης ως προς τους άλλους ή ως προς τον εαυτό μας. Κάνουμε δώρα, εισπράττουμε χαμόγελα, μιλάμε με καλοσύνη και ευγένεια μας ανταποδίδουν ένα χαμόγελο, λέμε ένα αστείο, το χαμόγελο γίνεται γέλιο, ερωτευόμαστε, χαμογελάμε πονηρά στον άλλον στέλνοντας ένα μήνυμα, όταν μας πλημμυρίζουν συναισθήματα χαράς που δεν χωράνε σε λέξεις απλά χαμογελάμε, κάθε φορά που κλαίμε όποιος μας αγαπά πασχίζει να ζωγραφίσει με κάθε τρόπο ξανά το χαμόγελο στο πρόσωπό μας… Αλλά και αν το δούμε από μια πιο θλιβερή σκοπιά, το πόσο σημαντικό είναι το χαμόγελο στη ζωή μας, αποτυπώνεται και από όλα αυτά τα «ψεύτικα χαμόγελα» που αγκομαχάνε όλοι να αναπαράγουν με ιλιγγιώδης ταχύτητες και κατακλύζουν τα social media. Παντού, όλοι χαμογελούν, γιατί αυτό δηλώνει ευτυχία-επιτυχία. Και αυτό το δίπτυχο ανέκαθεν ήταν το ζητούμενο των ανθρώπων.
Η Λίζα δεν έχει κάτι. Το κάθε παιδί θέλω διαβάζοντας τη Λίζα να δώσει τη δική του ερμηνεία στο γιατί δεν χαμογελά. Δεν υπάρχει ένα κλισέ του τύπου «είναι πλούσια, αλλά δυστυχισμένη γιατί… βαριέται τη ζωή της». Θα ήταν πολύ ρηχό. Άλλωστε, η Λίζα αν διαβάσουμε την ιστορία, γελά αινιγματικά στο Λεονάρντο ντα Βίντσι στο τέλος χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Αιώνιο αίνιγμα! Μπορούμε φυσικά να υποθέσουμε. Τον ερωτεύτηκε; Της άρεσε να συζητά μαζί του; Έλεγε ωραία αστεία και ευφάνταστες ιστορίες; Την έκανε να ονειρεύεται; Ήταν ο μόνος που τη ρώτησε αν θέλει να τη ζωγραφίσει; Ίσως όλα αυτά μαζί, ίσως και τίποτα. Κάποιος μπορεί να μη χαμογελά, γιατί απλά χρειάζεται κάποιον να του δείξει τον τρόπο. Δεν γεννιόμαστε όλοι με βεβαιότητες και κεκτημένα. Χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο να δουλέψουμε τα συναισθήματα μέσα μας σε σχέση με άλλους. Αυτό θέλω να το περάσω στα παιδιά, πως δεν ήμαστε δηλαδή όλοι ίδιοι και δεν έχουμε τις ίδιες ανάγκες και την ίδια στάση στα πράγματα.
Μα, με τα κριτήρια της Ιστορίας της Τέχνης! Που είναι ακλόνητα! Πώς θα μπορούσε να απουσιάζουν από μια παρέλαση 12.447 ζωγράφων που φημίζονται για τις προσωπογραφίες τους ανά τους αιώνες -και είχαν την τιμή να ζωγραφίσουν και τη δική μας Λίζα- οι εξής επτά: ο Γιοχάνες Βερμέερ, ο Πάμπλο Πικάσο, ο Χουάν Μιρό, η Φρίντα Κάλο, ο Άντι Γουόρχολ, ο Τζάκσον Πόλοκ και φυσικά ο Λεονάρντο ντα Βίντσι με τη… Μόνα Λίζα του;
Η συνομιλία του κειμένου με την εικόνα. Η συνομιλία του συγγραφέα με τον κάθε δυνητικό αναγνώστη του. Η συνομιλία του εκδοτικού αποτελέσματος με τις τρέχουσες συγκυρίες και τους κανόνες της αγοράς. Και το σημαντικότερο: Η αποδοχή πως τα μυστικά τους δεν τα λένε όλοι σε όλους, πόσο μάλλον η Επιτυχία.
Φυσικά και έχουν ελεύθερο χρόνο. Απλά τον «δεσμεύουν» με όλα αυτά που αναφέρατε στην ερώτησή σας. Και νομίζω το κλειδί στην ερώτηση είναι επίσης αν έχουν τον χρόνο να διαβάσουν ένα ΚΑΛΟ βιβλίο. Νομίζω πως το χρέος τον γονιών, των εκπαιδευτικών, όσων ευθύνονται για την παιδεία των παιδιών, πρέπει να είναι όχι η ποσότητα, αλλά η ποιότητα.
Ναι, αλλά και ηθοποιό με είχα φανταστεί και όταν έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο στα 18 μου, πρόλαβα να πω μόνο «Τάφε μου, κρεβάτι νυφικό, σπίτι μου στη βαθιά τη γη κι αιώνιο κελί μου …» και με κόψανε. Οπότε για αυτόν τον τίτλο χρειάζεται μια διαδρομή ακόμη να διανύσω. Σίγουρα, το θέλω πολύ, με ολοκληρώνει έστω και η ιδέα.
Όταν ήμουν μικρή δεν είχα κάποιον συγγραφέα ως πρότυπο, γιατί μάλλον δεν είχα καταλάβει καν τι σημαίνει «πρότυπο». Μπορώ, όμως, με σιγουριά να σας πω, πως με σημάδεψαν ανεξίτηλα δύο μου διαβάσματα: η «Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη, που τo διάβασα σε ηλικία 11 χρόνων και έκλαψα για πρώτη φορά πάνω από μια σελίδα ενός βιβλίου και το «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας» του Roald Dahl που με έκανε να γελάσω για πρώτη φορά πάνω από μια σελίδα ενός βιβλίου. Αγαπημένα παιδικά βιβλία είναι τόσα πολλά, αλλά θα εστιάσω στο «Ο Μεγάλος Λύκος και ο Μικρός Λύκος. Το φυλλαράκι που δεν έπεφτε» των Nadine Brun Cosme και Olivier Tallec, ολόκληρη η σειρά των Valerie Thomas και Κorky Paul «Winnie, η Μάγισσα», το «Θέλω πίσω το καπέλο μου» του Jon Klassen και του Φίλιππου Φωτιάδη το «Mπαμπά, μπορούμε να πάρουμε σκύλο αντί για μυρμήγκι;».